Nov 232010

Θέμα: Η περιβαλλοντική ρύπανση από τα αντιβιοτικά οδηγεί σε ανθεκτικότητα

Σύμφωνα με μελέτη του 2009(1), η ευρεία χρήση αντιβιοτικών για την πρόληψη και τη θεραπεία λοιμώξεων σε ανθρώπους και ζώα, προκαλεί μόλυνση του περιβάλλοντος. Τις τελευταίες δεκαετίες μεγάλες ποσότητες αντιβιοτικών έχουν απελευθερωθεί στο περιβάλλον, αλλά λίγα είναι γνωστά για τις επιπτώσεις αυτών των αντιβιοτικών σε μικρόβια που ζουν σε φυσικά ενδιαιτήματα. Τα αντιβιοτικά απελευθερώνονται στο περιβάλλον όταν αποβάλλονται μαζί με τα ανθρώπινα απόβλητα και περνούν στα συστήματα των υδάτων, του εδάφους και σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων.

Δεδομένου ότι τα βακτήρια μπορούν να αναπτύξουν ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά και αυτή η ανθεκτικότητα μπορεί να μεταφερθεί σε άλλα βακτήρια, υπάρχει ο κίνδυνος βακτήρια που βρίσκονται φυσιολογικά στο περιβάλλον να αναπτύξουν αντοχή στα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία ανθρώπινων ασθενειών. Αυτή η αντίσταση μπορεί με τη σειρά της να περάσει σε βακτήρια που προκαλούν ασθένειες στον άνθρωπο και στα ζώα, κάνοντας έτσι πιο δύσκολο τον έλεγχο των βακτηριακών λοιμώξεων.

Η μελέτη προτείνει όπως ύδατα, λύματα και άλλα απόβλητα μολυσμένα με αντιβιοτικά αντιμετωπίζονται ειδικά για τα αντιβιοτικά, προτού απελευθερωθούν στο περιβάλλον ή χρησιμοποιηθούν ως λίπασμα στη γεωργία.

Εξετάζει η Επιτροπή τη λήψη μέτρων για τη μείωση της έκλυσης αντιβιοτικών στο περιβάλλον, όπως προτείνεται από τη μελέτη;

(1) Martinez, J.M. (2009). Environmental pollution by antibiotics and by antibiotic resistance determinants. Environmental Pollution. 157: 2893-2902.

Απάντηση του κ. Potočnik εξ ονόματος της Επιτροπής

Το 2001 η Επιτροπή υπέβαλε έγγραφο με τίτλο «Κοινοτική στρατηγική κατά της μικροβιακής απειλής». Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής, η Επιτροπή σκιαγράφησε μια συνολική προσέγγιση που τέμνει όλους τους τομείς. Η στρατηγική συνίσταται σε δεκαπέντε δράσεις και τέσσερεις καίρια πεδία. Επιτήρηση, πρόληψη, έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων, καθώς και διεθνής συνεργασία. Σημαντικό τμήμα της εν λόγω στρατηγικής απετέλεσε η «σύσταση του Συμβουλίου (2002/77/EΚ)(1) για τη συνετή χρήση των αντιμικροβιακών ουσιών στην ιατρική». Στη σύσταση σκιαγραφούνται ρηξικέλευθα μέτρα όσον αφορά τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στον άνθρωπο, μέτρα τα οποία τα κράτη μέλη καλούνται να λάβουν προκειμένου να περιορίσουν την μικροβιακή αντοχή.

Το 2005, η Επιτροπή συνόψισε τις κύριες δράσεις που αναλήφθηκαν σε επίπεδο κρατών μελών και Κοινότητας σε έκθεση προς το Συμβούλιο(2), επισημαίνοντας τους τομείς της σύστασης που χρήζουν περαιτέρω προσοχής. Η έκθεση συνοδεύτηκε από έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής(3) όπου παρατίθεται λεπτομερέστερη ανάλυση.

Στις 10 Ιουνίου 2008, το Συμβούλιο Απασχόλησης, Κοινωνικής Πολιτικής, Υγείας και Καταναλωτών υιοθέτησε συμπεράσματα για την μικροβιακή αντοχή(4) καλώντας την Επιτροπή να προαγάγει τη συνεργασία μεταξύ όλων των Γενικών Διευθύνσεων και των εμπλεκόμενων οργανισμών και να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε όλου τους τομείς της μικροβιακής αντοχής. Έγινε αναφορά στην Ιατρική και την Κτηνιατρική, στα περιβαλλοντικά κατάλοιπα και την ενδεχόμενη συμβολή των βιοκτόνων στην εμφάνιση μικροβιακής αντοχής. Στη συνέχεια, το 2009, η Επιτροπή δημοσίευσε έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της(5) για τη μικροβιακή αντοχή, ως βάση διαβουλεύσεων και συζητήσεων με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, τους ευρωπαϊκούς επιστημονικούς οργανισμούς και τα ενδιαφερόμενα μέρη στην Ευρώπη.

Πέραν τούτου, στην ανακοίνωσή της(6) Ασφαλή, καινοτόμα και προσβάσιμα φάρμακα: ένα ανανεωμένο όραμα για τον φαρμακευτικό τομέα, η Επιτροπή αναγνωρίζει την ανάγκη λήψης μέτρων για τον περιορισμό των ενδεχομένως επιβλαβών συνεπειών των φαρμακευτικών ουσιών στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία στην Ευρώπη. Στην πρόταση της Επιτροπής(7) διευκρινίζεται ότι οι πληροφορίες για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των φαρμακευτικών προϊόντων μπορούν να διαχέονται στο ευρύ κοινό από τον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας.

Αναγνωρίζοντας ότι τα φαρμακευτικά κατάλοιπα συνιστούσαν λόγο ανησυχίας λόγω των δυνητικών επιπτώσεών τους στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, χρηματοδοτήθηκε σειρά έργων από τα κοινοτικά προγράμματα – πλαίσιο για την έρευνα (π.χ. ERAVMIS, REMPHARMAWATER, POSEIDON, ERAPHARM, F&F, KNAPPE). Τα έργα αυτά και ειδικότερα το έργο KNAPPE (γνώση και αξιολόγηση των αναγκών όσον αφορά τα φαρμακευτικά προϊόντα στα ύδατα του περιβάλλοντος) είχαν ως αποτέλεσμα τη διατύπωση σειράς εισηγήσεων για τη λήψη περαιτέρω μέτρων.

Η Επιτροπή παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις ευρύτερες επιπτώσεις των φαρμακευτικών καταλοίπων και ειδικότερα της μικροβιακής αντοχής. Εκπρόσωποι της Επιτροπής συμμετείχαν στο εργαστήριο που οργάνωσε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) τον Ιανουάριο του 2009(8), καθώς και στην Συνδιάσκεψη για την βιώσιμη ανάπτυξη των φαρμακευτικών ουσιών, την οποία διοργάνωσε η Σουηδική προεδρία το Νοέμβριο του 2009(9).

Η Επιτροπή προτίθεται να διοργανώσει τεχνική συνεδρίαση με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, με τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMEA), του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Ουσιών (ECHA) και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), προκειμένου να εξετασθεί περαιτέρω το ζήτημα της βιωσιμότητας.

(1) ΕΕ L 34 της 5.2.2002.

(2) COM(2005)684 τελικό.

(3) SEC(2005)1746.

(4) Συμπεράσματα του Συμβουλίου για τη μικροβιακή αντοχή (AMR) που εγκρίθηκαν κατά την 2876η συνεδρίαση της 10ης Ιουνίου 2008 του Συμβουλίου Απασχόλησης, Κοινωνικής Πολιτικής, Υγείας και Καταναλωτών.

(5) SANCO/6876/2009r6.

(6) COM(2008)666 τελικό.

(7) COM(2008)663 τελικό.

(8) Τεχνική Έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος αριθ. 1/2010, οι φαρμακευτικές ουσίες στο περιβάλλον, Αποτελέσματα Εργαστηρίου του ΕΟΠ.

(9) http://www.lakemedelsverket.se/upload/eng-mpa-se/OF2009/Booklet%20Sustainable%20Development%20and%20Pharmaceuticals.pdf