Δυόμιση αιώνες μετά το Διαφωτισμό, η λήψη πολιτικών αποφάσεων σε μια σειρά από τομείς εξακολουθεί να μη λαμβάνει υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα. Χαρακτηριστικές είναι οι αμήχανες και άτολμες πολιτικές μπροστά στην ήδη ορατή και αδιαμφισβήτητη απειλή της κλιματικής αλλαγής.

Πουθενά όμως δε είναι πιο έντονη ακόμα και η ίδια η άρνηση της εξέτασης των επιστημονικών δεδομένων από τους πολιτικούς, όσο γύρω από το θέμα των ναρκωτικών.

Οι περισσότερες χώρες, δεκαετίες τώρα, διεξάγουν έναν “πόλεμο” κατά των παράνομων ναρκωτικών στο όνομα της προστασίας της κοινωνίας και της δημόσιας υγείας. Ποιες είναι όμως οι επιπτώσεις από τη χρήση τους, πώς αυτές διαφοροποιούνται μεταξύ τους και πώς συγκρίνονται με τις επιπτώσεις από τη χρήση νόμιμων ουσιών όπως το αλκοόλ και ο καπνός;

Σύμφωνα με την Έκθεση για το Αλκοόλ και την Υγεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 2011, σχεδόν το 4% όλων των θανάτων παγκοσμίως (2,5 εκατομμύρια) συνδέονται με την κατανάλωση αλκοόλ.

Η μελέτη της Ανεξάρτητης Επιστημονικής Επιτροπής για τα Ναρκωτικά της Βρετανίας που δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 2010 στο Lancet, το πιο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό στην Ιατρική, ταξινόμησε με βάση 16 παραμέτρους τις επιπτώσεις που έχουν τόσο στο χρήστη όσο και στην κοινωνία, 20 διαφορετικές ουσίες. Σύμφωνα με τη μελέτη, η ηρωίνη, το κρακ και το crystal meth είναι οι ουσίες με τις χειρότερες επιπτώσεις στο χρήστη. Συνεκτιμώντας όμως και τις επιπτώσεις στην υπόλοιπη κοινωνία, το αλκοόλ αναδεικνύεται με διαφορά ως η πιο βλαβερής ουσία, με βαθμολογία 72 έναντι 55 για την ηρωίνη. Η μελέτη έδειξε επίσης πως ο καπνός είναι εξίσου βλαβερός με την κοκαΐνη και περισσότερο σε σχέση με την κάνναβη, ενώ το ecstasy και το  LSD συγκαταλέγονται στις 4 λιγότερο βλαβερές ουσίες. Τα συμπεράσματα αυτά, όπως άλλα παρόμοια από πλήθος άλλες μελέτες σε ευρωπαϊκές χώρες, εξακολουθούν όμως να αγνοούνται από όσους διαμορφώνουν τις πολιτικές για τα ναρκωτικά και οι οποίες θέτουν προτεραιότητες αντίθετες με τα επιστημονικά δεδομένα.

Το κυριότερο όμως είναι πως οι απαγορευτικές πολιτικές με στόχο την εξάλειψη της προμήθειας και χρήσης των παράνομων ουσιών έχουν αποδείξει πως αποτυγχάνουν να προστατέψουν την κοινωνία από το πρόβλημα των ναρκωτικών. Ο “πόλεμος κατά των ναρκωτικών” όχι μόνο δεν έχει επιφέρει καμία νίκη, αλλά και οι παράπλευρες απώλειές του είναι εξίσου σοβαρές με εκείνες ενός πραγματικού πολέμου. Ο χρήστες αυξάνονται, όπως και οι θάνατοι, η διάδοση ασθενειών, η μικροεγκληματικότητα, ο κοινωνικός αποκλεισμός. Ταυτόχρονα, τέτοιες πολιτικές εμποδίζουν την ελαχιστοποίηση της ζημιάς από τη χρήση, ενισχύουν το οργανωμένο έγκλημα και έχουν δυσβάσταχτα κόστη για την αστυνομία, τα δικαστήρια και τις φυλακές.

Μια έκθεση του International Centre for Science in Drug Policy, εξέτασε 300 διεθνείς μελέτες και άρθρα της τελευταίας 20ετίας, συμπεραίνοντας πως η απαγορευτική πολιτική συνεισφέρει στην αύξηση της βίας στην αγορά ναρκωτικών και σε υψηλότερους δείκτες ανθρωποκτονιών.

Το Μάρτιο του 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την «Έκθεση για την παγκόσμια αγορά παράνομων ναρκωτικών 1998 – 2007» η οποία εκπονήθηκε από ομάδα αναγνωρισμένων ειδικών ερευνητών. Η Έκθεση συμπεραίνει πως οι απαγορευτικές πολιτικές είχαν ελάχιστες επιπτώσεις στην παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση ναρκωτικών ενώ ταυτόχρονα αποτελούν σημαντικό παράγοντα αύξησης της βίας, της διαφθοράς και των βλαβών στην υγεία και το περιβάλλον.

Το Μάιο του 2011, η Βρετανική Drug Policy Commission στην έκθεσή της «Ας πάρουμε τα ναρκωτικά στα σοβαρά» διαπιστώνει πως η νομοθεσία όχι μόνο είναι ξεπερασμένη αλλά μπορεί να επιφέρει περισσότερη ζημιά από όσο όφελος και επισημαίνει πως η συνεχής απαγόρευση νέων ουσιών έχει αρνητικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.

Τα τελευταία χρόνια, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να εγκαταλείπουν τις ιδεολογικές κατασταλτικές προσεγγίσεις και προτίμησαν πολιτικές λιγότερο απαγορευτικές και προσγειωμένες στην πραγματικότητα. Τέτοιες προσεγγίσεις φαίνεται ήδη πως μπορούν να επιφέρουν σημαντικές επιτυχίες, χωρίς παράπλευρα προβλήματα και με ελάχιστο κόστος.

Το 2009 δημοσιεύτηκε μια έκθεση του Ινστιτούτου Cato των ΗΠΑ η οποία εξέταζε την εμπειρία στην Πορτογαλία από την αποποινικοποίηση των ναρκωτικών το 2001 και εξέταζε τις επιπτώσεις τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και σε σύγκριση με τις εξελίξεις σε άλλες χώρες που συνέχισαν να εφαρμόζουν απαγορευτικές πολιτικές. Η Έκθεση χαρακτήρισε το νέο πλαίσιο ως μια εντυπωσιακή επιτυχία προσθέτοντας πως από αυτήν προκύπτουν μαθήματα που θα πρέπει να καθοδηγήσουν τις πολιτικές για τα ναρκωτικά σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σύμφωνα με την Έρευνα Εγκληματικότητας του Βρετανικού Υπουργείου Εσωτερικών για το 2009/10 το ποσοστό των νέων ηλικίας 16-24 ετών που ανέφεραν χρήση κάνναβης μέσα στο προηγούμενο έτος έχει μειωθεί από 25,3% το 2003/04 σε 16,1% το 2009/10, πιθανότατα ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης της απαγορευτικής πολιτικής για την κάνναβη στη Βρετανία τον Ιανουάριο του 2004.

Είναι η ώρα πια και στην Ελλάδα να πάψουμε να θάβουμε το κεφάλι μας στην άμμο για αυτό το θέμα ταμπού. Κυβέρνηση, κόμματα και φορείς πρέπει να καταθέσουν δημόσια τις προτάσεις τους για τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν. Δυστυχώς, ο πολιτικός διάλογος γύρω από ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα δημόσιας υγείας εξακολουθεί να κυριαρχείται από μια φοβικότητα. Μας αξίζει επιτέλους μια διαφορετική οπτική που τουλάχιστον θα λαμβάνει υπόψη τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και την ευρωπαϊκή εμπειρία.

Άρθρο του Τάσου Κρομμύδα, μέλους της Εκτελεστικής Γραμματείας των Οικολόγων Πράσινων στο tvxs.gr

 

Sorry, the comment form is closed at this time.

© 2013 Οικολόγοι Πράσινοι - Θεματική Ομάδα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Suffusion theme by Sayontan Sinha