Η μεταχείριση των παιδιών, όπως και όλων των αδύναμων ομάδων της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των Ρομά και των αστέγων, αποτελεί όντως έναν από τους «βασικούς δείκτες υποανάπτυξης». Ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα που, προκειμένου να επιβληθεί αποτελεσματικά στο κράτος, πρέπει πρώτα να γίνει κοινό κτήμα στην κοινωνία, αφορά σε όσους δεν έχουν φωνή και γι’ αυτό χρειάζονται προστασία. Τα παιδιά, όμως, δεν είναι απλώς μια κοινωνική ομάδα «χωρίς φωνή». Είναι η κοινωνική ομάδα -η γενιά- που θα κληθεί να χτίσει πάνω στα ερείπια που ήδη της κληροδοτούμε. Είναι οι άνθρωποι που φταίνε λιγότερο και αδικούνται συλλογικά περισσότερο από την κρίση.
Τα παιδιά στις χώρες του λεγόμενου πρώτου κόσμου -παρά τις εξαιρέσεις και τη δεινή οικονομική κρίση που δεν είναι «προνόμιο» της Ελλάδας ή της Βενεζουέλας- δεν «φαίνονται εγκαταλειμμένα», γιατί δεν είναι. Αυτό, όμως, δεν επαφίεται μόνο στους γονείς τους. Είναι αποτέλεσμα κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζεται, γιατί υπάρχουν υποδομές προστασίας της ανηλικότητας που χρηματοδοτούνται από τη φορολογία. Εκείνη τη φορολογία, των «αναπτυγμένων» χωρών, που εισπράττει και αναδιανείμει ανάλογα τον πλούτο των πολιτών και, φυσικά, όχι τη φορολογία που δίνει ασυλία στον πλούτο, επιβαρύνει δυσανάλογα τους πιο αδύναμους και έχει μοναδική προτεραιότητα την ικανοποίηση του εξωτερικού χρέους. Οι γενικεύσεις περί καλών και κακών γονιών συνήθως αφορούν λαούς με αντίστοιχα καλές και κακές κοινωνικές υποδομές για τα παιδιά. Τα παιδιά έχουν, βέβαια, ανάγκη από στέγη, αλλά πρωτίστως έχουν ανάγκη από αγάπη, και μια κοινωνία που τα σέβεται, σέβεται και την επιλογή των γονιών τους να τα φέρουν στον κόσμο. Σε μια Ελλάδα, όπου, εκτός των άλλων αξιών, καταποντίζεται κι αυτή των ακινήτων, η ύπαρξη άστεγων παιδιών μαζί με τους γονείς τους, ή και μόνα, δίπλα στα εγκαταλειμμένα ξενοδοχεία και δημόσια κτίρια, αποτελεί απλά πολιτική επιλογή, την οποία νομιμοποιεί η αδράνεια μιας κοινωνίας που νουθετεί όποιον δεν έχει τα οικονομικά μέσα να μεγαλώσει παιδιά να μην τα φέρνει στον κόσμο, αντί να διεκδικεί καλύτερες συνθήκες γι’ αυτά.
Κάπως έτσι, με βάση το χρήμα και την αγοραστική μας δύναμη, μάθαμε να αξιολογούμε και το συμφέρον των παιδιών μας. Το γάλα-σκόνη, τα μπιμπερό, τους βραστήρες, πρέπει να τα πληρώσουμε, ενώ το μητρικό γάλα είναι δωρεάν και πάντα διαθέσιμο. Το απαξιώσαμε. Γίναμε παγκόσμιοι πρωταθλητές στην παιδική διατροφή με γάλα σκόνη. Μαζί, απαξιώσαμε και την εικόνα της μητέρας που θηλάζει, ως τριτοκοσμική. Είναι λυπηρό, αλλά καθόλου ακατανόητο πώς κόλλησε το ρατσιστικό στερεότυπο για τους Ρομά με το στερεότυπο για το «κατώτερο» μητρικό γάλα ή για το γυναικείο στήθος που δεν ενοχλεί, μόνο όταν διαφημίζει εσώρουχα ή αυτοκίνητα. Φυσικά, ο δημόσιος θηλασμός όχι μόνο δεν απαγορεύεται, αλλά αποτελεί δικαίωμα μητέρας και παιδιού. Γιατί το μητρικό γάλα είναι η φυσική -άρα η ιδανική- τροφή για τα μωρά μας και πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο. Σε μια χώρα αναπτυγμένη, που αναγνωρίζει το συμφέρον των παιδιών και σέβεται τα δικαιώματά τους, η εικόνα μητέρων που, αν χρειαστεί, θα θηλάσουν τα μωρά τους δημόσια είναι συνηθισμένη. Συλλογικότητες, όπως ο IBFAN, συνδιαμορφώνουν πολιτικές προώθησης και προστασίας του μητρικού θηλασμού και δεν χρειάζεται να καταφύγουν σε ακτιβισμούς, για να ακουστούν. Κοινό κτήμα στις «αναπτυγμένες» κοινωνίες, άγνωστη κατάσταση στην τριτοκοσμική Ελλάδα που από την κληρονομιά της Δύσης απορρίπτει τον Διαφωτισμό και φαίνεται μόνο να περιμένει ένα σχέδιο Μάρσαλ, την αμερικάνικη βοήθεια σε γάλα-σκόνη.
*Η Ελεάννα Ιωαννίδου είναι Συντονίστρια Θεματικής Ομάδας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Οικολόγων Πράσινων
Sorry, the comment form is closed at this time.