Σήμερα, όπου κάθισε λίγο ο κουρνιαχτός από τις ραγδαίες πολιτικές και δικαστικές εξελίξεις της προηγούμενης εβδομάδας, υποχωρούν τα ανάμεικτα συναισθήματα που δημιούργησε η στροφή της Πολιτείας στο θέμα της εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης. Είναι ξεκάθαρο πως πλέον για τη Χρυσή Αυγή ήρθε η ώρα της Δικαιοσύνης. Όσοι χρόνια διεκδικούσαμε την δίκαιη τιμωρία των ρατσιστικών εγκλημάτων της, ενώ χαμογελάσαμε, την ίδια ώρα το χαμόγελό μας ήταν πικρό, γιατί γνωρίζουμε πως αυτή η δικαστική διερεύνηση, μετά -μάλιστα- από αίτημα υπουργού, γίνεται πολύ αργά και πολύ επικοινωνιακά.
Πώς θα ήταν τα πράγματα σήμερα, αν ο Άρειος Πάγος είχε απαγορεύσει στη Χρυσή Αυγή να συμμετάσχει σε εκλογές πριν αποκτήσει κοινοβουλευτικά προνόμια; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, ούτε θα αρκούσε, άλλωστε, γιατί το θέμα μας δεν πρέπει να είναι η Χρυσή Αυγή αυτή καθεαυτή, αλλά οι αιτίες της και οι συνθήκες που τη θέριεψαν. Αν δεν ξεριζώσουμε τις αιτίες ή, έστω, αν δεν αποτρέψουμε τις συνθήκες που επιτρέπουν στο αυγό του φιδιού να επωάζεται, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αντιμετωπίσουμε το φασισμό στην ελληνική κοινωνία, του οποίου το νεοναζιστικό κόμμα αποτελεί απλή αντανάκλαση.
Αυτές τις μέρες, το φαινόμενο “Χρυσή Αυγή” έχει οδηγήσει τη δημοκρατία μας σε μια δομική αμηχανία. Εν προκειμένω, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ένοπλο τμήμα ενός νόμιμου κατά τα λοιπά κόμματος, όπως έχει ξανασυμβεί αλλού, αλλά για μια εγκληματική οργάνωση, της οποίας η ιεραρχία ταυτίζεται με την ιεραρχία ενός πολιτικού κόμματος με σημαντική εκλογική επιρροή και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Αυτή η δομή στις δύο εκφάνσεις της είναι συγχρόνως για την ελληνική πολιτεία μια οργάνωση που διώκεται ως τρομοκρατική από την Δικαιοσύνη και ένα πολιτικό κόμμα που η ίδια Δικαιοσύνη αναγνώρισε ως νόμιμο. Αυτή η αντίφαση δείχνει το αδιέξοδο, στο οποίο περιήλθαμε, εξαιτίας τέτοιων συνταγματικών κενών, αλλά κυρίως μέσα από ολιγωρίες της Πολιτείας, το επίμονο φλερτ κράτους-παρακράτους και τη συστηματική προώθηση της πολιτικής ατζέντας της Χρυσής Αυγής από τους θεσμούς και τα κόμματα εξουσίας.
Η απόσταση ανάμεσα στη “κανονικοποίηση” του φασισμού στην κοινωνία και στην μετουσίωσή της σε ψήφο στις εκλογές αποδείχθηκε πως δεν ήταν μεγάλη. Το αυγό εκκολάφτηκε μέσα στην ατιμωρησία του ρατσισμού και εγκλημάτων κατά της ζωής ως αυτοδικία για το “έγκλημα” της παράνομης εισόδου στη χώρα, στις αδιανόητα δύσκολες διαδικασίες “νομιμοποίησης” των μεταναστών, τις 18μηνες φυλακίσεις προσφύγων αντί για χορήγηση ασύλου, τον ρατσιστικό θρησκευτικό λόγο, την δικαστική στέρηση της ιθαγένειας παιδιών που μεγαλώνουν στην Ελλάδα, την εκτός ορίων καταστολή στις διαδηλώσεις, συχνά με τη συνδρομή της χρυσαυγίτικης πολιτοφυλακής, την ατιμώρητη αστυνομική βία σε κρατούμενους, τις διώξεις φρονημάτων που ποτέ δεν έλειψαν, την διαχρονική συνειδητή πολιτική επιλογή της απαξίωσης της ελληνικής παιδείας και την χυδαία εθνολαϊκιστική προπαγάνδα.
Όταν στις κοινωνικές συνθήκες προστέθηκε η ραγδαία ρήξη του κοινωνικού ιστού και η βίαιη φτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας που προβάλλεται ως μονόδρομος από την κυβέρνηση και την τρόικα, η Χρυσή Αυγή μεταμφιέστηκε στα μάτια των ψηφοφόρων της ως το κόμμα των τιμωρών-με-κάθε-μέσο όσων ευθύνονται για τη σημερινή δραματική κατάσταση.
Παράλληλα με την οργανωμένη -συχνά μαφιόζικη- δράση της εγκληματικής δομής του, το κόμμα διακηρύττει με κάθε ευκαιρία δημόσια και έμπρακτα το μίσος σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε ξένο, την απαξίωση του ανθρώπου και των δημοκρατικών θεσμών και μια εθνικοσοσιαλιστική “ιδεολογία” που έπρεπε να ανήκει μόνο στο ζοφερό παρελθόν. Έτσι, όσοι εμπλέκονται στην εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή, φαίνονται “συνεπείς” με την εγκληματική ιδεολογία της, την οποία δεν έκρυψαν όταν ζήτησαν την ψήφο που τους έδωσε θεσμικό ρόλο. Γι αυτό, η παραπομπή των στελεχών της Χ.Α. στη Δικαιοσύνη, μετά την “δημοκρατική” της νομιμοποίηση μέσα από τις εκλογές, ήρθε αργά.
Τώρα, δεν αρκεί η ποινική δίωξη. Αν σταθούμε μόνο στις “ποινικές ευθύνες” τους, χωρίς να αντιμετωπίσουμε το φασισμό στην κοινωνία, τότε με βεβαιότητα θα τους ηρωοποιήσουμε στο ακροατήριό τους, που επικροτεί, αρνείται ή ανέχεται την εγκληματική δράση τους. Η Χρυσή Αυγή πρέπει να απονομιμοποιηθεί από τους ίδιους τους ψηφοφόρους της. Αυτές τις μέρες, όμως, μπήκε στα σπίτια των οργισμένων-με-το-πολιτικό-σύστημα ψηφοφόρων, μέσα από την τηλεόραση, η βεβαιότητα της δράσης της Χρυσής Αυγής.
Τα ίδια τα εγκλήματά τους αποτελούν συγχρόνως υλοποίηση της “υπόσχεσής” τους στον υφέρποντα φασισμό της ελληνικής κοινωνίας ότι θα λειτουργήσουν ως μηχανές κοινωνικού αυτοματισμού απέναντι σε κάθε διαφορετικότητα που και η ίδια η κυβέρνηση αναγνωρίζει ως απειλή: μαχαιρώματα, κυνήγι, δολοφονίες και δουλεμπόριο για τους μετανάστες, ενέδρες, ξύλο και μια δολοφονία για τους “αντιφρονούντες”, και βία, άλλοτε έμπρακτη-άλλοτε λεκτική, σε πολιτικούς και δημοσιογράφους που είτε ευθύνονται είτε ενοχλούν.
Δυστυχώς, η οργανωμένη πολιτεία και η κυβέρνηση, αμέσως μετά την παραπομπή των στελεχών του νεοναζιστικού κόμματος, που έχει ως σημαία του το κυνήγι των μεταναστών, ενέτεινε το δικό της -“θεσμικό”- κυνήγι των μεταναστών με συγχρονισμένες επιχειρήσεις “σκούπα”, αλλά και την θεωρία των δύο άκρων (δεν είναι τυχαία η ταυτόχρονα αποδιδόμενη από την αστυνομία κατηγορία, με το ίδιο άρθρο του ποινικού κώδικα για την εγκληματική οργάνωση, των “αντιφρονούντων” στην καταστροφική εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική), προσβλέποντας στην προσέλκυση ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής και το ξεκαθάρισμα ιδεολογικών λογαριασμών.
Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση εσκεμμένα καλλιεργεί τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες για την συνέχιση της ανόδου του φασισμού στην κοινωνία, προσπαθώντας, προκειμένου να καρπωθεί τα οφέλη από την εκλογική πτώση της Χ.Α., να επιβάλει την ξενοφοβική “ιδεολογία” της ως πολιτική στόχευση του οργανωμένου κράτους.
Με τέτοια δείγματα γραφής τις τελευταίες μέρες, που προσθέτονται στην ασυλία που απολάμβαναν μέχρι πρότινος τα ρατσιστικά εγκλήματα κατά αλλοδαπών, είναι προφανές πως όχι μόνο δεν μπορούμε να προσδοκούμε από την κυβέρνηση να συνδράμει στην αντιμετώπιση των αιτίων και των συνθηκών που καλλιεργούν το φασισμό στην ελληνική κοινωνία, αλλά πως αυτή θα βρίσκεται απέναντι σε κάθε προσπάθεια της κοινωνίας των πολιτών να αυτοοργανωθεί ως ανάχωμα αλληλεγγύης απέναντι στο φόβο, την απελπισία, την οργή και -τελικά-το νεοναζισμό.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι κυβερνήσεις των μνημονίων έχουν βάλει στο στόχαστρο όλες τις εναλλακτικές δράσεις που αντικαθιστούν λίγο από το κοινωνικό κράτος που τόσο βίαια στερηθήκαμε, από τις καταλήψεις που λειτουργούν ως κοινωνικά φροντιστήρια, κέντρα συσσιτίων, χώροι πολιτισμού και αλληλέγγυας οικονομίας, μέχρι τα αυτοδιαχειριζόμενα φοιτητικά στέκια. Αν υπάρχει αντίδοτο στον μόνο-για-Έλληνες “κοινωνικό ακτιβισμό” (κατά Λοβέρδο) της Χρυσής Αυγής, είναι αυτές οι δράσεις που είναι ανοιχτές για όλους και όλες, οι οποίες διώκονται αντί να προστατεύονται.
Όσο η Πολιτεία αρνείται να αναγνωρίσει και να προστατεύσει την αξία του ανθρώπου χωρίς εξαιρέσεις, όσο τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται κατά το δοκούν και ατιμώρητα, όσο το κράτος δικαίου και πρόνοιας συνεχίσει να εκφυλίζεται και όσο η εξουσία εκτρέπεται στον θεσμικό ρατσισμό, τόσο θα γιγαντώνεται το φίδι που έβαλε η δημοκρατία μας στον κόρφο της.
Μ’ αυτή την στρατηγική, τελευταίο καταφύγιο για την αντιμετώπιση της απειλής του φασισμού μένει η Δικαιοσύνη που, παρ’ όλες τις τεράστιες ευθύνες για την άνοδό του, σήμερα έχει την ευκαιρία να απονομιμοποιήσει αφενός την Χρυσή Αυγή μέσα από την εξασφάλιση μιας δίκαιης τιμωρίας των εγκλημάτων της και αφετέρου το φασισμό μέσα από την ανάκτηση του θεσμικού ρόλου της που, σε μια δημοκρατία, είναι η προστασία των αδυνάτων και των δικαιωμάτων τους.
Για να υπάρξει νίκη στον πόλεμο της δημοκρατίας απέναντι στο φασισμό απαιτείται όχι μόνο δικαιοσύνη για τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, αλλά δικαιοσύνη για όλους και κυρίως για τις επόμενες γενιές που σήμερα δεν έχουν φωνή. Τελικά, ο φασισμός στην κοινωνία θα αντιμετωπιστεί ριζικά μόνο με την εμπέδωση της δημοκρατίας. Ας αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας, γιατί το φίδι μεγάλωσε και δαγκώνει.
*Η Ελεάννα Ιωαννίδου, συντονίστρια της Θεματικής Ομάδας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Οικολόγων Πράσινων
Sorry, the comment form is closed at this time.