Εκδικάστηκε σε πρώτο βαθμό η υπόθεση του 27χρονου χρήστη του διαδικτύου, Φίλιππου Λοΐζου που ξεκίνησε κατόπιν καταγγελιών της Χρυσής Αυγής. Ο 27χρονος κατηγορήθηκε επειδή διατηρούσε λογαριασμό σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης στην οποία σατίριζε γνωστό ορθόδοξο μοναχό, τον Γέροντα Παΐσιο. Προηγήθηκε έρευνα της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στο σπίτι του κατηγορούμενου και σύλληψή, ενώ με την πρόσφατη απόφασή του το δικαστήριο τον καταδίκασε σε δέκα μήνες φυλάκιση για «κατ’ εξακολούθηση καθύβριση θρησκεύματος».
Και ενώ η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (άρθρο 9), αλλά και με το άρθρο 13 του Συντάγματος έναντι επεμβάσεων του κράτους, αλλά και πλείστες συνταγματικές διατάξεις (θυμίζουμε ενδεικτικά την θεμελιώδη αρχή της ισότητας άρθρο 4, παρ.1 Σ., το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας άρθρο 2 παρ. 1 Σ. και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας άρθρο 5 παρ. 1 Σ.), εντούτοις η καταπάτηση του δικαιώματος δεν είναι σπάνια, με αποτέλεσμα η χώρα μας να έχει το θλιβερό προνόμιο των περισσότερων καταδικών σε θέματα θρησκευτικής ελευθερίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η σημερινή μάλιστα απόφαση συνδέεται άμεσα με το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, κομβικό σημείο στην οργάνωση του συνταγματικού αυτοκαθορισμού, στην οποία η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί lex specialis.
Τα επίμαχα άρθρα 198 και 199 του Ποινικού Κώδικά, που αποτέλεσαν τη βάση για την καταδίκη, αφορούν στην επιβολή της θρησκευτικής ειρήνης και απαγορεύουν για το λόγο αυτό τόσο την κακόβουλη βλασφημία, όσο και την καθύβριση θρησκευμάτων. Τα άρθρα αυτά πρέπει να καταργηθούν γιατί αφενός λειτουργούν περιοριστικά στην ελευθερία της έκφρασης, αφετέρου παραβιάζουν τη θρησκευτική ισότητα αφού «προστατεύουν» μόνο κάθε ανεκτή θρησκεία (δίνοντας με τον τρόπο αυτό τη δικαιοδοσία στο δικαστή να ορίσει ο ίδιος αν μία θρησκεία θεωρείται ανεκτή), σε αντίθεση με τη συνταγματική διάταξη που αναφέρεται σε κάθε γνωστή θρησκεία.
Παράλληλα όμως και με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά για την απόφαση του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την υποχρέωση απόδειξης όχι μόνο της αντικειμενικής, αλλά και της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συγκεκριμένα αν ο δράστης με την καθυβριστική ενέργειά του σκοπεί απευθείας (άμεσος δόλος) στην καθύβριση της θρησκείας και επιζητά με τον τρόπο αυτό την ικανοποίησή του. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι υπάρχει αντίθετη νομολογία για ανάλογα ζητήματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε την 4959/1994 απόφαση του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, βάσει της οποίας δε συνιστούν καθύβριση χιουμοριστικά σχόλια δημοσιογράφου για τα Χριστούγεννα που δημοσιεύονται σε σατυρική στήλη εφημερίδας παρά το γεγονός ότι είναι ακραία και κακόγουστα. Αντιστοίχως και το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (αρ.αποφ.24070/2006) για την υπόθεση της ταινίας «Κώδικας Da Vinci» ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ένα έργο φαντασίας και όχι ιστορικό, δεν είναι ικανό να κλονίσει τη θρησκευτική πίστη, στο μέσο συνετό ενήλικα άνθρωπο, αλλά ούτε να ανατρέψει τα δεδομένα αυτής της πίστης.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι ενστερνιζόμαστε απόλυτα την άποψη που απορρέει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία της έκφρασης ισχύει και για τις πληροφορίες ή ιδέες που προκαλούν συγκρούσεις, σοκάρουν ή προξενούν ανησυχία. Ο πλουραλισμός, το φιλελεύθερο πνεύμα της ανεκτικότητας και της αξιακής πολυφωνίας, απαιτούν την πλήρη ελευθερία του λόγου, μία από τις λειτουργίες της οποίας, είναι και η πρόκληση της διαφωνίας. Αυτά είναι τα βασικά συστατικά της Δημοκρατίας, που οι θεσμοί οφείλουν να προστατεύσουν και να υπηρετούν. Διαφορετικά ο ολισθηρός δρόμος του σκοταδισμού και της οπισθοδρόμησης είναι ορατός. Και εφιαλτικός.
Η Θεματική Ομάδα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Sorry, the comment form is closed at this time.