Άλλη μια αθωωτική απόφαση δικαστηρίου, σε καταγγελία για ομαδικό βιασμό πριν από δύο χρόνια νεαρής γυναίκας στην πόλη της Ξάνθης, έρχεται να μας θυμίσει ότι το θύμα βιασμού είναι πολύ δύσκολο να δικαιωθεί στα ελληνικά δικαστήρια. Μία από τις ειδεχθέστερες μορφές έμφυλης βίας στη χώρα μας, ακόμα αντιμετωπίζεται με μια εγκληματική επιείκεια τόσο στην κοινωνία όσο και στις δικαστικές αίθουσες.
Η εκδίκαση της υπόθεσης αυτής (όπως σε παρόμοιες άλλες πολύκροτες υποθέσεις, όπως τον «βιαστή με την τυρόπιτα») άργησε πολύ, στοιχεία χρήσιμα για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος δεν χρησιμοποιήθηκαν, ενώ ταυτόχρονα, αντί για τους δράστες το θύμα ήταν αυτό που “δικάστηκε και καταδικάστηκε” μέσα στην αίθουσα, απολογούμενη για τις επιλογές της και παλεύοντας να αποδείξει τη βία που υπέστη. Η γυναίκα-θύμα φέρει το στίγμα και το βάρος της απόδειξης, υφίσταται το διασυρμό και την κοινωνική κατακραυγή, ελέγχεται για την ηθική της και την ειλικρίνειά της.
Η διαπόμπευση των θυμάτων είναι συνήθης πρακτική στις δικαστικές αίθουσες σε μια χώρα που, σύμφωνα με έγκριτους εγκληματολόγους, καταγγέλλονται μόλις το 6% με 8% των 4.000 βιασμών που υπολογίζεται ότι γίνονται ετησίως. Τέτοιες δικαστικές αποφάσεις συνιστούν ισχυρό μέσο αποτροπής όσων γυναικών υφίστανται σεξουαλική βία να την καταγγείλουν -με το φόβο να μην υποστούν ένα δεύτερο «βιασμό» της προσωπικότητάς τους μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου- και ενθάρρυνσης των επίδοξων βιαστών να συνεχίσουν να διαπράττουν τα εγκλήματά τους χωρίς το φόβο της τιμωρίας.