Ο Μ. Τρεμόπουλος συμμετείχε το διάλογο των χωρών της Παγκόσμιας Επιτροπής για τον HIV και το νόμο, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 16 – 17 Σεπτέμβριου 2011 στο Όκλαντ της Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Ο διάλογος φιλοξενήθηκε από την Παγκόσμια Επιτροπή για το HIV και το νόμο, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Berkeley, το Mills College και το UNDP και υποστηρίζεται από τη Γραμματεία των UNAIDS.
Η διαβούλευση αυτή αποτελεί το τελευταίο σε μια σειρά επτά περιφερειακούς διαλόγους που έχουν συγκληθεί ως μέρος του προγράμματος εργασιών της Παγκόσμιας Επιτροπής για το HIV και το νόμο. Δείτε σε βίντεο την παρέμβαση του Μ. Τρεμόπουλου και διαβάστε παρακάτω το ελληνικό κείμενο της παρέμβασης του ευρωβουλευτή των Οικολόγων Πράσινων.
Το AIDS από την εμφάνιση του χρησιμοποιήθηκε ως
μέσο κοινωνικού στιγματισμού και αποκλεισμού.
Ο φόβος μπροστά στην ασθένεια και τον θάνατο, η άγνοια γύρω από το AIDS και την αιτιολόγηση, την προβλεψιμότητα και την πορεία της, η έλλειψη ανοχής, οι προκαταλήψεις, η προσκόλληση σε συντηρητικές ιδέες, οδήγησαν πολύ γρήγορα στο στιγματισμό και την κοινωνική διάκριση των οροθετικών ατόμων.
Καθώς εμφανίστηκε με μεγαλύτερη συχνότητα σε ορισμένες ομάδες ή σε άτομα με ιδιαίτερους τρόπους ζωής, δημιούργησε αποδιοπομπαίους τράγους αποδίδοντας την ευθύνη μιας νόσου σε κοινωνικές ομάδες όπως οι ομοφυλόφιλοι και οι χρήστες τοξικών ουσιών, που ονομάστηκαν ομάδες υψηλού κινδύνου και μετατράπηκαν σε ομάδες υψηλής ενοχής.
Παρόλο που οι μέχρι σήμερα προσπάθειες ενημέρωσης αντιτίθονται σε μια τέτοια κατηγοριοποίηση της HIV λοίμωξης εξακολουθεί από πολλούς να υπάρχει η αντίληψη ότι το AIDS αφορά μόνο συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες οδηγώντας τους έτσι και σε έναν επισφαλή εφησυχασμό που όπως δείχνουν τα επιδημιολογικά στοιχεία έχει αποβεί μοιραίος γιατί όπως είναι γνωστό το AIDS αφορά όλους ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, την σεξουαλικότητα, τις επιλογές.
Στο κοινωνικό επίπεδο, ο στιγματισμός και οι προκαταλήψεις οδηγούν στην διάκριση των οροθετικών ατόμων και στον αποκλεισμό τους από κοινωνικές διεργασίες.
Ο φόβος του στιγματισμού και της περιθωριοποίησης οδηγεί τις περισσότερες φορές τα οροθετικά άτομα να κρατάνε κρυφή την ασθένεια τους ακόμα και από τα πιο κοντινά τους πρόσωπα όπως η οικογένεια ή ο ερωτικός σύντροφος. Στο άγχος της πορείας της ασθένειας προστίθεται το μεγαλύτερο άγχος, αυτό της αποκάλυψης. Υπάρχουν περιπτώσεις που το άγχος αυτό οδηγεί ακόμα και στην πλήρη εγκατάλειψη του ίδιου του εαυτού. Ο ασθενής αρνείται να επισκεφθεί τον γιατρό. Άτομα που ανησυχούν ότι μπορεί να έχουν μολυνθεί αποφεύγουν να υποβληθούν στην διαδικασία μιας εξέτασης. «Προτιμώ να μην ξέρω» είναι μια στάση που την συναντάμε συχνά. Ο φόβος για το τι μπορεί να ακολουθήσει, ο φόβος του στιγματισμού, της απομόνωσης, της διάκρισης, του αποκλεισμού γίνεται μεγαλύτερος από τον φόβο του ίδιου του θανάτου.
Η ιατρική όμως έχει οδηγήσει σε θεαματικά αποτελέσματα σε ότι αφορά στην αντιμετώπιση της HIV λοίμωξης. Σχεδόν έχουμε σταματήσει να μιλάμε για μια θανατηφόρα ασθένεια. Ο βιολογικός θάνατος των οροθετικών ατόμων έχει τοποθετηθεί μακριά στο μέλλον. Ο κοινωνικός τους θάνατος όμως είναι καθημερινός.
Η αποκάλυψη της οροθετικότητας σημαίνει σε πολλές περιπτώσεις την απώλεια μιας εργασιακής θέσης. Σημαίνει να απολύεσαι από τον στρατό με συνοπτικές διαδικασίες. Σημαίνει ακόμα και την άρνηση παροχής υπηρεσιών στις οποίες έχουν δικαίωμα όλοι οι πολίτες. Σημαίνει σε κάποιες περιπτώσεις την δυσκολία να βρεθεί γιατρός να σε χειρουργήσει. Στον προσωπικό κύκλο σημαίνει ίσως την απώλεια των φίλων, του ερωτικού συντρόφου, η μιας οικογένειας.
Πολλές φορές οι αντιδράσεις διάκρισης απέναντι στους οροθετικούς παίρνουν συλλογικό χαρακτήρα και απευθύνονται και στους ανθρώπους που εργάζονται για αυτούς. Στην Ελλάδα υπήρξαν επεισόδια ή αντιδράσεις όταν αποφασίσθηκε να λειτουργήσει “Ξενώνας Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης” για οροθετικό άτομα ή “Συντονιστικό Κέντρο για την Κατ’ Οίκον Νοσηλεία” ή “Οδοντιατρείο” για απόρους οροθετικούς ή “Σταθμός Ενημέρωσης Πολιτών και Υπηρεσιών Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης”.
Τα περιστατικά αυτά σηματοδοτούν μια απειλή για την ανθρώπινη αλληλεγγύη, μία απειλή για την συνοχή της ίδιας της κοινωνίας.
Η σιωπή γύρω από το AIDS και την σεξουαλικότητα με την οποία αυτό άμεσα συνδέεται, αποτελεί και αυτή ένα είδος διάκρισης. Ακόμα και ο τρόπος που πολλές φορές μιλάμε για το AIDS υποδαυλίζει τις προκαταλήψεις και οδηγεί σε διακρίσεις και στιγματισμό. Συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε τα οροθετικά άτομα με οίκτο, αφαιρώντας τους έτσι κάθε αξιοπρέπεια και δύναμη να υποστηρίξουν τον εαυτό τους.
Όμως το στίγμα δεν περιορίζεται μόνο στα οροθετικά άτομα μεταφέρεται και στους ανθρώπους που ζουν γύρω τους. Η οικογένεια χάνει το όνομα της είναι η οικογένεια με το οροθετικό παιδί ή με τον οροθετικό σύντροφο. Μιλάμε τότε για ένα δευτερογενές στίγμα που έχει ανάλογες επιπτώσεις στην ζωή του ατόμου.
Ο στιγματισμός που οδηγεί στη διάκριση και αυτή με την σειρά της στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί για τα οροθετικά άτομα ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο δύσκολα μπορούν να ξεφύγουν είτε γιατί ο φόβος και η απελπισία τα σπρώχνουν να ενταχθούν σε αυτόν είτε γιατί ο περίγυρος συνεχίζοντας να λειτουργεί στιγματιστικά, δεν τους αφήνει κάποια διέξοδο. Οι επιπτώσεις αυτού του φαύλου κύκλου δεν αφορούν μόνο στην προσωπική ζωή των οροθετικών ατόμων αλλά αποτελούν και τροχοπέδη για όλες τις ενέργειες που γίνονται για την αντιμετώπιση της επιδημίας.
Τι μπορεί να γίνει:
· Προσωπική ενίσχυση των οροθετικών ατόμων και του περίγυρού τους
· Αποστολή θετικών μηνυμάτων υπογραμμίζοντας τη σημασία της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην καθημερινή ζωή
· Ενδυνάμωση της θέλησης για ζωή ανεξάρτητα από την HIV λοίμωξη
· Ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, των υπηρεσιών,των θεσμών και των κέντρων αποφάσεων κοινωνικής πολιτικής
· Αποικοδόμηση προκαταλήψεων και μύθων γύρω από το AIDS
· Ανοιχτός διάλογος για το AIDS, τη σεξουαλικότητα, τη διαφορετικότητα
Ο HIV δεν κάνει κοινωνικές διακρίσεις. Είναι καιρός να σταματήσουμε να κάνουμε και εμείς.