“Στη «βραβευμένη» ως την πιο αιματηρή – ως τότε – ταινία «ΡΑΜΠΟ 3», στο τελευταίο πλάνο, υπήρχε η αφιέρωση στους Μουτζαχεντίν, τους «αγωνιστές της ελευθερίας του Αφγανιστάν». Ήταν η εποχή, όπου οι ΗΠΑ ενίσχυαν τους ισλαμιστές ενάντια στον κόκκινο εχθρό. Η αφιέρωση αυτή αντικαταστάθηκε μετά την 9/11 από μία άλλη που αναφερόταν στο γενναίο λαό του Αφγανιστάν. Σήμερα, οι ΗΠΑ φαίνονται να λησμονούν τον περίφημο «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» και να συντάσσονται και πάλι με την ολοκληρωτική και σκοταδιστική Αλ Κάιντα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επέμβαση στη Συρία δρομολογείται, γιατί οι ΗΠΑ και το Ισραήλ επαναλαμβάνουν το ίδιο λάθος ή ότι απλά επικρατεί εκείνο το τμήμα της διεθνούς πολιτικής ελίτ που επωφελείται πάντα από τους πολέμους. Έχει, όμως, ξεχωριστό ενδιαφέρον να εστιάσουμε στην διχοτόμηση της κοινής γνώμης για τη σχεδιαζόμενη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία”.
Στο δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί, είναι εντυπωσιακό με πόση ευκολία επιλέγουμε πλευρά σε έναν παραδοσιακά αραβικό δυσεπίλυτο γρίφο, όπου για ακόμη μια φορά το δίπολο είναι Στρατός ή Ισλάμ, με άλλα λόγια Σκύλλα ή Χάρυβδη. Φαίνεται πως, εκτός από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, ούτε το πολύ πρόσφατο παρελθόν, η επέμβαση στη Λιβύη ή η εξέγερση στην Αίγυπτο, δεν μας έχει διδάξει πως το δίκιο της μιας πλευράς ενδέχεται να μην είναι και τόσο δίκαιο και πως, όταν η βία αντιμετωπίζεται με περισσότερη βία, το μόνο απτό αποτέλεσμα είναι πολλές ανθρώπινες τραγωδίες.
Η εξήγηση για την υιοθέτηση του διλλήματος από την κοινή γνώμη, με την απλοϊκή βάση της μικρότερης απώλειας, εδράζεται μάλλον στη συλλογική μας ανοχή στη βία. Έχουμε εθιστεί, ως κοινωνία, στο να λύνουμε τις διαφορές μας με το αίμα και να παίρνουμε εύκολα πλευρά. Λησμονώντας πως η στρατιωτική επέμβαση, αλλά και η πλήρης αποχή, της διεθνούς κοινότητας θα στοιχίσει αθώες ανθρώπινες ζωές, πιστεύουμε ενδόμυχα ότι το αίμα μπορεί να ξεπλυθεί μόνο με περισσότερο αίμα. Έτσι, είμαστε πρόθυμοι να υπακούσουμε στα κελεύσματα της ιδεοληψίας μας, διαλέγοντας με ευκολία πλευρά –να παταχθούν οι κακοί- και ξεχνώντας ότι πίσω από βαρύγδουπες γεωστρατηγικές αναλύσεις κρύβεται καταστροφή και θάνατος.
Εκτός, όμως, από τη στρατιωτική δικτατορία και τους φονταμενταλιστές, υπάρχει στη Συρία, όπως σε κάθε σύρραξη, και μια τρίτη πλευρά. Είναι αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «παράπλευρες απώλειες»: οι χιλιάδες άμαχοι νεκροί, τραυματίες και πρόσφυγες, οι διαλυμένες οικογένειες, τα παιδιά που ζουν τη φρίκη (και θα τη ζήσουν πιθανά και στην Ευρώπη, αν φτάσουν, αναζητώντας καταφύγιο), οι γυναίκες που τις βιάζουν –κυριολεκτικά και ηθικά- και οι μεν και οι δε, είναι όσοι δεν τους αφορούν οι αιτίες και οι σκοποί, παρά μόνο οι απτές άμεσες συνέπειες του πολέμου. Μ’ αυτήν την πλευρά πρέπει να είναι η Ευρώπη. Σε έναν τόσο άδικο πόλεμο, αν υπηρετείς την αξία του ανθρώπου, οφείλεις να είσαι εναντίον όλων των αντιμαχόμενων.
Αν η διεθνής κοινότητα ήθελε πράγματι η επέμβασή της να είναι «ανθρωπιστική», όπως αποκαλείται από κάποιους, δεν θα στάθμιζε, ούτε θα διακινδύνευε, ανθρώπινες ζωές. Στόχος της έπρεπε να είναι ο αφοπλισμός όλων των πλευρών. Κι αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με ενίσχυση του ενός απέναντι στον άλλο σε μια εμφύλια σύρραξη. Τα όπλα, όμως, που βρίσκονται στα χέρια των αντίπαλων πλευρών, δεν φύτρωσαν στη Συρία.
Προέρχονται (και) από ευρωπαϊκές εταιρίες. Αυτές τις μέρες πέρασε από την Τουρκία ένα κονβόι με όπλα, πληρωμένα από χώρες του Κόλπου. Ακόμα και τώρα δεν είναι αργά να αποκλειστούν από τη διεθνή κοινότητα οι δίοδοι πολεμικού ανεφοδιασμού όλων των πλευρών, πολλώ δε μάλλον να μην ενισχυθεί με στρατιωτική επέμβαση η πολεμική επιχείρηση της Αλ Κάιντα.
Μπορεί να κατηγορηθώ ως αθεράπευτα ρομαντική, γιατί αναπολώ ένα δυναμικό ευρωπαϊκό κίνημα που υπήρχε στα χρόνια του ψυχρού πολέμου για τον αφοπλισμό όλων των πλευρών, το οποίο φαίνεται να κατέρρευσε μαζί με το τείχος του Βερολίνου.
Ας μην στεκόμαστε άλλο αμήχανοι μπροστά στα νέα διλλήματα, τα οποία, όμως, δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα παλιά: στο τέλος της ημέρας, ο Ράμπο πάντα επιστρέφει σπίτι του, αφήνοντας πίσω του πτώματα και ερείπια.