Η μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης, η διάλυση των δομών του κράτους και της κοινωνικής συνοχής, το ξεπούλημα των δημόσιων αγαθών και η προοπτική παρεμπόδισης των πολιτών από τη χρήση τους, που αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά τους, η άνοδος της ακροδεξιάς, η έξαρση των ναζιστικών επιθέσεων και η αναλγησία της κυβέρνησης να αλλάξει πολιτική έστω και τώρα, αποτελούν τις ιδανικές συνθήκες για την αναθάρρηση των νοσταλγών της χούντας και μιας νέας κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος από τους στρατιωτικούς.
Η κυβέρνηση οφείλει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα του. Ακόμα κι αν τα σενάρια για ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν φαίνονται άμεσα υλοποιήσιμα, οι αιτίες που τα τροφοδοτούν είναι συγκεκριμένες και δεν μπορούν να αγνοηθούν. Καμία απειλή τέτοιου είδους δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα στις μέρες μας, που ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αναζήτησε ήδη διέξοδο σε αντιδημοκρατικά εγκληματικά μορφώματα, όπως η Χρυσή Αυγή, και που – όπως φαίνεται – αδυνατεί ακόμα και με την αποκάλυψη της εγκληματικής δράσης τους να στραφεί σε διαφορετική κατεύθυνση.
Το ίδιο ώριμα οφείλει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις απειλές της Χρυσής Αυγής για παραίτηση των βουλευτών της. Η «διεκδίκηση» ψηφοφόρων – πρώην υποστηρικτών της, είναι το τελευταίο που θα έπρεπε να απασχολήσει τα κόμματα, και το πιο ευτελές. Άλλωστε, η προσέλκυσή τους θα έπρεπε να βασίζεται σε πειστική πολιτική πρόταση και όχι στην πρακτική των συγκοινωνούντων δοχείων, που θα αποδείξει ότι οι ψηφοφόροι (και γιατί όχι και στελέχη;) με ακροδεξιές και φασιστικές αντιλήψεις μπορούν να βρουν ξανά στέγη σε παραδοσιακά κόμματα. Με άλλα λόγια, μέλημα της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η εκρίζωση του φασισμού από την ελληνική κοινωνία και όχι η πρόσκαιρη εκμετάλλευσή του για ψηφοθηρικούς λόγους.
Γραφείο Τύπου