Κείμενο του Διονύση Γιακουμέλου, επιστημονικού συνεργάτη της Θεματικής Ομάδας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Οικολόγων Πράσινων, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ασφάλεια και Προστασία” (τεύχος 6, Οκτώβριος 2011)
Αποτελεί οξύμωρο καταρχήν να αναφερόμαστε σε μη θανατηφόρα όπλα. Κι αυτό γιατί ακόμα και όπλα όπως το σπρέι πιπεριού, οι συσκευές ηλεκτρονικής ακινητοποίησης (τύπου taser) ή άλλες συσκευές κατευθυνόμενης ενέργειας (conducted energy devices ή CED’s) είναι δυνητικά θανατηφόρα όταν κατευθύνονται προς άτομα με προβλήματα υγείας όπως ασθματικοί, καρδιοπαθείς, αλλεργικοί κ.α. ή σε ευάλωτα άτομα όπως παιδιά, ηλικιωμένοι, γυναίκες σε εγκυμοσύνη κ.α. Στις Η.Π.Α. όπου η χρήση συσκευών ηλεκτρονικής ακινητοποίησης από τις αστυνομικές αρχές είναι νόμιμη, από τον Ιούνιο του 2001 έως και τον Αύγουστο του 2008 βρήκαν το θάνατο ύστερα από τη χρήση τέτοιων συσκευών -ή από τη χρήση τους σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες- συνολικά 334 άτομα[1]. Πρόσφατες έρευνες σε πειραματόζωα άλλωστε, συνδέουν τη χρήση συσκευών ηλεκτρονικής ακινητοποίησης με την πρόκληση καρδιακής αρρυθμίας – που μπορεί να αποβεί θανατηφόρα- ή με τη διέγερση του μυοκαρδίου και επισημαίνουν την ανάγκη περαιτέρω ανεξάρτητων (μη χρηματοδοτούμενων από εταιρίες) ερευνών για την διερεύνηση των συνεπειών χρήσης των όπλων αυτών στον ανθρώπινο οργανισμό[2].
Επί της αρχής, η θέση μας είναι ότι η χρήση μη θανατηφόρων όπλων πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά στα σώματα ασφαλείας ύστερα από ολοκληρωμένη εκπαίδευση και να εφαρμόζεται μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου με τη χρήση τους μπορεί να αποφευχθεί ο θανάσιμος τραυματισμός του προσώπου που διώκεται. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τα δεκάδες περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας που βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας, την υπερβολική βιαιότητα με την οποία αντιμετωπίζονται συχνά κρατούμενοι αλλά και άοπλοι διαδηλωτές ή πολίτες, αλλά και την ατιμωρησία με την οποία συνοδεύονται συνήθως τα περιστατικά αυτά, είμαστε αντίθετοι στην οποιαδήποτε χρήση των όπλων αυτών από την ΕΛ.ΑΣ στο ορατό μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι έχουν δεί το φώς της δημοσιότητας[3] καταγγελίες πολιτών που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν βασανιστήρια από έλληνες αστυνομικούς με τη χρήση συσκευών ηλεκτρονικής ακινητοποίησης. Η λειτουργία του Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου 3938/2011 αλλά και η εφαρμογή του μέτρου της ύπαρξης διακριτικών σε όλους τους ένστολους αστυνομικούς – η υλοποίηση των οποίων καθυστερεί αδικαιολόγητα εδώ και αρκετούς μήνες- θα ήταν δύο σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της λογοδοσίας και του ελέγχου της χρήσης των όπλων αυτών από το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας στη χώρα μας.
Περιστατικά αυθαιρεσίας όμως έχουν παρατηρηθεί κατά τη χρήση «μη θανατηφόρων» όπλων και από τις αστυνομικές αρχές σε χώρες του εξωτερικού. Όπως επισημαίνεται από τη Διεθνή Αμνηστία, η χρήση των όπλων αυτών μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην κατάχρηση καθώς είναι εύκολα στη μεταφορά και στη χρήση και μπορούν να προκαλέσουν οξύ πόνο με το πάτημα ενός κουμπιού, χωρίς μάλιστα να αφήνουν σημάδια. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε 98 περιπτώσεις αυτοψίας που πραγματοποίησε η διεθνής οργάνωση σε άτομα που σκοτώθηκαν από τη χρήση όπλων ηλεκτρονικής ακινητοποίησης στις ΗΠΑ, στο 90% των περιπτώσεων τα θύματα ήταν άοπλα ή δεν αποτελούσαν σοβαρή απειλή για τους επιτιθέμενους αστυνομικούς[4] κάτι που παραβιάζει την διεθνή νομοθεσία κατά των βασανιστηρίων και της κακομεταχείρισης. Επιπλέον, σε πρόσφατη έρευνα για λογαριασμό της Καναδικής Ραδιοτηλεόρασης βρέθηκε ότι περίπου 10% του δείγματος των συσκευών που εξετάστηκε και οι οποίες κυκλοφορούν στο εμπόριο είχαν ισχύ υψηλότερη από εκείνη που αναγραφόταν στα προϊόντα από τον κατασκευαστή τους, κάτι που εγείρει αμφιβολίες για το επίπεδο αξιοπιστίας των ελέγχων στην αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων[5].
Είμαστε σε κάθε περίπτωση αντίθετοι με τη νομιμοποίηση της χρήσης των όπλων αυτών από τους πολίτες. Κι αυτό γιατί θεωρούμε ότι σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, η ασφάλεια των πολιτών είναι υποχρέωση της οργανωμένης πολιτείας. Παρότι σε πολλές περιπτώσεις λόγοι αυτοάμυνας δικαιολογούν τη χρήση βίας από τους πολίτες δεν μπορούμε να ενθαρρύνουμε την αυτοδικία ώς μέσο αντιμετώπισης της εγκληματικότητας όταν μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή των πολιτών αντί να τους προφυλάξει. Οι περισσότερες επιθέσεις σήμερα διεξάγονται από οργανωμένες συμμορίες με σύγχρονο οπλισμό που δεν θα δίσταζαν να σκοτώσουν η να τραυματίσουν σοβαρά το θύμα ακόμα και για να του αποσπάσουν ένα μικροποσό. Η ενθάρρυνση χρήσης όπλων από μη εκπαιδευμένους πολίτες θα εξέθετε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή τους στην περίπτωση οποιουδήποτε λάθους ή κακής εκτίμησης μιας συγκεκριμένης κατάστασης, την οποία μόνο το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας –ύστερα από άρτια εκπαίδευση- θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Επιπλέον είναι περιττό να αναφερθούμε στους κινδύνους που εγκυμονεί η παρουσία τέτοιων όπλων σε κάθε νοικοκυριό, όπου εύκολα θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια ανηλίκων και να καταστούν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι ή να εδραιωθεί η χρήση τους για την επίλυση πάσης φύσεως διαφορών μεταξύ ενηλίκων.
Το γεγονός ότι σήμερα τα όπλα αυτά είναι ευκολότατα προσβάσιμα και αρκετά διαδεδομένα χωρίς ωστόσο αντίστοιχη μείωση στα ποσοστά της εγκληματικότητας καταδεικνύει ότι δεν αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για τους επίδοξους κακοποιούς. Η ευρύτερη διάδοση της χρήσης τους δεν θα ωφελούσε τόσο τους αμυνόμενους πολίτες αλλά κυρίως τους δράστες των επιθέσεων που θα κατείχαν αντίστοιχα όπλα, οι οποίοι έχοντας επιπλέον το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού θα μπορούσαν ευκολότατα να ακινητοποίησουν το θύμα πρίν προλάβει να χρησιμοποιήσει το αντίστοιχο δικό του όπλο ή ακόμα και να αναβαθμίσουν το δικό τους οπλοστάσιο κλιμακώνοντας τα επίπεδα βίας με τη χρήση συμβατικών όπλων. Ας αναρωτηθούμε κατά πόσο επιθυμούμε να μετατραπούν οι δρόμοι και οι πλατείες των πόλεών μας –περισσότερο απ’ότι είναι σήμερα- σε αρένες βίας και μονομαχιών με τη χρήση «θανατηφόρων» ή μή όπλων και ας συνειδητοποιήσουμε ότι όσο περισσότερη βία αφαιρούμε από την καθημερινή μας ζωή, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχουμε κάποια στιγμή να ζήσουμε σε μια ανθρώπινη κοινωνία.
[1] Amnesty International, «Less than Lethal? The use of stun weapons in U.S. law enforcement», Amnesty International Publications, 2008, p.20
[2] Nanthakumar K et al, «Cardiac electrophysiological consequences of neuromuscular incapacitating device discharges», J. Am Coll Cardio, 15 Αυγούστου 2006, τ.48, σελ. 805-811, http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/16904552 (περίληψη άρθρου).
Επίσης: Nanthakumar K, MD, Masse Peng, S, Umapathy K, et al, «Cardiac stimulation with high voltage discharge from stun guns», Canadian Medical Association Journal, 20 Μαΐου 2008, σελ.1451-1457, http://www.cmaj.ca/content/178/11/1451.full.pdf
[3] «Ηλεκτροσόκ από την ΕΛ.ΑΣ.», Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 20 Ιανουαρίου 2009.
[4] Amnesty International, «Tasers: potentially lethal and easy to abuse», 16 Δεκεμβρίου 2008.
[5] Canadian Broadcasting Corporation, http://www.cbc.ca/news/canada/story/2008/12/04/taser-tests.html