Πριν από 25 χρόνια, όταν ξεκίνησε η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» στην Ελλάδα, αυτή ταυτίστηκε κυρίως, με τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ε.Ε. Δεν υπήρξε καμία άλλη χρηματοδότηση της ψυχικής υγείας από καθαρά Ελληνικούς πόρους, πέρα από αυτούς που επέβαλε η υποχρέωση για την αναλογία της Ελληνικής συμμετοχής (στην αρχή 45% και αργότερα 25% ) στα συγχρηματοδοτούμενα αυτά προγράμματα. Παράλληλα, ουδέποτε υπήρξε κάποιο σχέδιο για μια νέα πολιτική ψυχικής υγείας και υπηρεσίες που θα ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των ψυχικά πασχόντων και των οικογενειών τους, για την στήριξη μέσα στον κοινωνικό ιστό. Δηλαδή προς μία διαφορετικού τύπου «συνάντηση», που θα είχε, διάλογο, επικοινωνία και διαπραγμάτευση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας με τα άτομα αυτά, βασισμένου στο σεβασμό των δικαιωμάτων και του ιδιαίτερου τρόπου ύπαρξής τους μέσα στον κόσμο.
Όλη αυτή την περίοδο, τα περισσότερα από τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα σταματούσαν τη λειτουργία τους όταν τελείωνε η κοινοτική χρηματοδότηση. Το ελληνικό κράτος, δυστυχώς, δεν αναλάμβανε καμία ευθύνη για τη συνέχιση της χρηματοδότησής τους και την παγίωσή τους.
Ασθμαίνοντας στο κυνήγι της απορρόφησης των κονδυλίων, στο τρέξιμο από το ένα Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης στο επόμενο, η αλλαγή στο πεδίο των υπηρεσιών υγείας – στα πλαίσια του προγράμματος «Ψυχαργώς», έχουμε οδηγηθεί σαν κοινωνία, στην παγίωση ενός νεοϊδρυματικού μοντέλου μεταστέγασης των πρώην εγκλείστων στα δημόσια ψυχιατρεία σε στεγαστικές δομές στην κοινότητα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς ν’ αλλάζει το κλασσικό «ψυχιατρικό παράδειγμα», έστω κι αν έχουν κλείσει ήδη 3 μεγάλα ψυχιατρεία.
Η εικόνα που διαμορφώνεται σήμερα στον ελληνικό ψυχιατρικό χώρο χαρακτηρίζεται:
- Από την προϊούσα εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της ψυχικής υγείας, μια μορφή της οποίας ήταν η πλημμυρίδα των μη κερδοσκοπικών εταιρειών (Μ.Κ.Ο.), χωρίς ουσιαστική προσφορά.
- Από την πρωτοφανή χειραγώγηση των ιατρικών πρακτικών από το βιο-φαρμακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα.
Από τη δραστική μείωση των διατιθέμενων πόρων ( ή καλλίτερα, την καθήλωσή τους στα χαμηλά επίπεδα που ήταν πάντα) μέσω του εθνικού προϋπολογισμού, που αποτέλεσε και τη βασική αιτία για το «κραχ», θεσμικό και οικονομικό της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης.
Εμείς οι Οικολόγοι Πράσινοι, σήμερα με την ευκαιρία του 7ου Τακτικού Συνεδρίου μας ζητάμε:
1. Οργάνωση ενός κεντρικά σχεδιασμένου συστήματος ψυχικής υγείας, δημόσιου και δωρεάν, ικανού να παρέχει τις αναγκαίες υπηρεσίες σε όλους τους κατοίκους της χώρας υψηλού επιστημονικού επιπέδου, μέσα από τον αποφασιστικό έλεγχο των ίδιων των ψυχικά πασχόντων, των οικογενειών τους, και των εργαζόμενων στην ψυχική υγεία και με επαρκή στελέχωση με εκπαιδευμένο και μόνιμο προσωπικό. Να καλυφθούν άμεσα οι χιλιάδες κενές θέσεις, που υπάρχουν σήμερα σε όλες τις δομές ψυχικής υγείας και που τις καταδικάζουν στο μαρασμό και την υποβάθμιση.
2. Τη στροφή προς την κοινότητα, την οργάνωση της πρωτοβάθμιας ψυχιατρικής φροντίδας και της πρόληψης με υπηρεσίες όχι δορυφορικές και συμπληρωματικές στο ψυχιατρικό άσυλο αλλά ριζικά εναλλακτικές στον εγκλεισμό και την νοσοκομειοκεντρική φροντίδα.
3. Την οργάνωση της αντίστασης στην εμπορευματοποίηση της ψυχικής υγείας και την ιδιωτικοποίηση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, που γίνεται με την τρέχουσα πρακτική της «εκχώρησης» των στεγαστικών δομών (ξενώνων, οικοτροφείων κ.λ.π.) αλλά και κινητών μονάδων σε πολλές αμφισβητούμενες «μη κερδοσκοπικές εταιρείες». Να ενταχθούν στο δημόσιο όλες αυτές οι δομές ώστε να γίνει δυνατή η διασύνδεσή τους με όλες τις κοινοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας και τις υπόλοιπες κοινωνικές υπηρεσίες για να δημιουργηθούν επιτέλους οι Τομείς Ψυχικής Υγείας.
4. Την άμεση εφαρμογή μιας πραγματικής τομεοποίησης (τομείς έως 100.000 κατοίκων) σε όλη τη χώρα, με υποχρέωση όλων των υπηρεσιών να λειτουργήσουν στη βάση της ευθύνης για τις ανάγκες του πληθυσμού μιας ορισμένης περιοχής. Οι απαρέγκλιτοι άξονες είναι η θεραπευτική συνέχεια, η κινητοποίηση των πολλαπλών πόρων της κοινότητας, η σφαιρικότητα των παρεμβάσεων, η πρόληψη του εγκλεισμού και της νοσοκομειακής νοσηλείας, η στήριξη στο τόπο κατοικίας με πλήρη δικαιώματα και με αξιοπρεπείς κοινωνικούς ρόλους.
5. Τη συρρίκνωση και τελικά το κλείσιμο των ψυχιατρικών ιδρυμάτων με την άμεση μεταφορά όλων των νοσοκομειακών / νοσηλευτικών μονάδων σε γενικά νοσοκομεία (υπό όρους ριζικά διαφορετικούς από τους σημερινούς), και σε Κέντρα Ψυχικής Υγείας, που πρέπει να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν με δημόσιο και κοινοτικό χαρακτήρα.
6. Την άμεση κατάργηση των πρακτικών του αναγκαστικού εγκλεισμού και των διαφόρων μεθόδων ιδρυματικής βίας, που προβάλλονται ως «θεραπευτικές», όπως η μηχανική καθήλωση και η απομόνωση των ασθενών.
7. Την οργάνωση της Ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης των ψυχικά ασθενών, με την εξασφάλιση των όρων για την λειτουργία κοινωνικών συνεταιρισμών και άλλων μορφών εργασιακής και άλλης αποκατάστασης με χρηματοδότηση και ενίσχυση από το κράτος.
8. Την οργάνωση ενός δικτύου υπηρεσιών για τη φροντίδα του παιδιού και του έφηβου με επαρκή στελέχωση με ικανό και έμπειρο προσωπικό και εξασφάλιση όλων των όρων λειτουργίας τους στα πλαίσια του Καλλικράτη, για να σταματήσει η ασύδοτη κερδοσκοπία σ’ αυτό τον τομέα σε βάρος των παιδιών και των οικογενειών τους.
Στόχος του κινήματος των νοσοκομειακών γιατρών πρέπει να είναι και η δραστηριοποίηση όλων των δυνάμεων στο χώρο της ψυχικής υγείας και της υγείας γενικότερα , που ενεργούν στη βάση αρχών και μεθόδων που στοχεύουν στην αμοιβαία χειραφέτηση ψυχικά πασχόντων και λειτουργών της υγείας – μέσα από τη ριζική και έμπρακτη απόρριψη όλων των καταπιεστικών μορφών και θεσμών φροντίδας / κοινωνικού ελέγχου και αποκλεισμού / εγκλεισμού όσων αδυνατούν ή αρνούνται να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης «ελεύθερης αγοράς των κεφαλαίων» και της «κανονικότητας» που επιβάλλεται από αυτήν.
Στόχος, πρέπει να είναι επίσης, η σφυρηλάτηση συμμαχιών με κοινωνικά κινήματα που μπορούν ν’ αναγνωρίσουν (και να θέσουν ως στόχο των διεκδικήσεών τους), το πρόβλημα της ψυχικής υγείας ως κατ’ εξοχήν κοινωνικό πρόβλημα.