Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Συναφές θα είναι το περιεχόμενο με τον τίτλο, δεν θα είναι ακριβώς αυτό, αλλά θα είμαι όσο γίνεται πιο σύντομος.
Λοιπόν, το ζήτημα της ιθαγένειας στην Ελλάδα μέχρι πριν από τρεις μήνες δεν το συζητούσε σχεδόν κανένας. Για το θέμα αυτό έχει γραφτεί ένα βιβλίο από μία καθηγήτρια ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της Νομικής σχολής της Θεσσαλονίκης, ένα ακόμη βιβλίο από έναν συνταξιούχο τμηματάρχη του Υπουργείου Εσωτερικών και τα τελευταία τέσσερα χρόνια τρεις νεότεροι ιστορικοί πολιτικοί επιστήμονες και νομικοί αντίστοιχα έχουν ξεκινήσει συστηματικά να αρθρογραφούν για τα ζητήματα ιθαγένειας στον ελληνικό και διεθνή τύπο.
Άρα το πρώτο που πρέπει να σκεφτούμε είναι για ποιον λόγο η ιθαγένεια ήταν εντελώς εκτός ατζέντας. Κατά την άποψή μου αυτό δεν είναι κάτι ιστορικά αυθαίρετο, ούτε τυχαίο αλλά απαντά σε μια αναγκαιότητα η οποία είχε συγκροτηθεί ιστορικά στο ελληνικό πολίτευμα: να μην συζητάμε τα ζητήματα τα πιο σημαντικά. Τα ζητήματα εκείνα τα οποία μένουν στο άβατο, αν θέλετε, της δημόσιας διαβούλευσης, δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν και αυτά τα ζητήματα ένας εύστοχος όρος στην πολιτική επιστήμη τα είχε ονομάσει «μη ζητήματα». Δηλαδή η
ιθαγένεια μέχρι τα Χριστούγεννα, μέχρι την παραμονή Χριστουγέννων του 2009 που δημοσιοποιήθηκε το σχέδιο νόμου, ήταν ένα «μη ζήτημα» όπως και πολλά άλλα ζητήματα.
Τα «μη ζητήματα» λοιπόν είναι εκείνα τα οποία ακριβώς συγκροτούν, επιτρέψτε μου λίγο θεωρία, τον σκληρό πυρήνα των σχέσεων ηγεμονίας μέσα σε μια πολιτική κοινότητα. Δηλαδή μπορούμε να συζητάμε τα ελάσσονος σημασίας ζητήματα, αλλά αυτά που είναι η καρδιά της ηγεμονίας δεν τίθενται ποτέ προς συζήτηση. Και είναι τα μη ζητήματα τα οποία συγκροτούν αυτόν ακριβώς τον πυρήνα και τα άλλα τα οποία είναι τα ευκολότερα. Αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η ιθαγένεια ήταν πάντα ένα μη ζήτημα. Δηλαδή ένα προϊόν μιας μη απόφασης είναι το γεγονός ότι από τον εμφύλιο και ύστερα, έχει σημασία η τομή του εμφυλίου, έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα μια κρυφή ατζέντα για την ιθαγένεια. Αυτή η κρυφή ατζέντα αντανακλάται στην ελληνική έννομη τάξη και στην ελληνική διοικητική πρακτική σχετικά με την ιθαγένεια.
Τί εννοώ μια κρυφή ατζέντα; Εννοώ ότι το περιεχόμενο της θεματολογίας σχετικά με την ιθαγένεια δεν υπάγεται σε κανέναν δεσμό ή σε θεσμό λογοδοσίας πολιτικού, νομικού ή κοινωνικού ελέγχου. Δεν ελέγχεται. Δεν ξέρουμε. Το καθεστώς ιθαγένειας στην Ελλάδα, να το πω απλά, μέχρι και σήμερα που μιλάμε είναι ένα καθεστώς αποφάσεων. Μόνο αποφάσεις ρητές ή άρρητες, φανερές ή κρυφές, πάντως ένα καθεστώς στο οποίο δεν υπάρχουν κανόνες.
Νομίζω ότι με αυτήν την εισαγωγή μου επιτρέπεται να πω δυο κουβέντες σχετικά με αυτήν την μετάβαση που έχει σημασία, που συντελείται σήμερα. Διότι αν μπορώ να χαρακτηρίσω με μια κουβέντα αυτή την μετάβαση θα την χαρακτήριζα μετάβαση από το καθεστώς του μη ζητήματος στο ζήτημα. Από το καθεστώς των αποφάσεων σε καθεστώς κανόνων όχι κατά ανάγκη δίκαιων, αλλά κανόνων. Τι εννοώ με αυτό και ποιο είναι το χαρακτηριστικό της έννοιας του κανόνα; Η έννοια του κανόνα έχει ένα εξαιρετικό χαρακτηριστικό και εκείνο είναι που την διαφοροποιεί από την απόφαση. Το γεγονός ότι αν ξέρουμε τον κανόνα είμαστε σε θέση να προβλέψουμε τι θα συμβεί αν συμμορφωθούμε με αυτόν ή αν τον παραβιάσουμε. Και αυτό στα νομικά ονομάζεται ασφάλεια δικαίου. Είμαι σε θέση να προβλέψω τι θα γίνει άμα ζήσω εδώ πέρα 15 χρόνια, 20 χρόνια, 30 χρόνια. Ξέρω λοιπόν ότι με έναν αυστηρό κανόνα πολιτογράφησης, άμα ζήσω στην Ελλάδα 25 χρόνια θα αποκτήσω την ελληνική ιθαγένεια. Τέτοιος κανόνας στο προηγούμενο καθεστώς δεν υπήρχε. Μολονότι έλεγε ο κώδικας ελληνικής ιθαγένειας ότι χρειάζεται ο αλλοδαπός να ζήσει στην Ελλάδα μια δεκαετία την τελευταία δωδεκαετία. Γιατί δεν υπήρχε τέτοιος κανόνας; Διότι υπήρχε ένας άλλος κανόνας μέσα στον κώδικα ελληνικής ιθαγένειας, ο οποίος έλεγε ότι ο κώδικας της ελληνικής ιθαγένειας, άρθρο του κώδικα της ελληνικής ιθαγένειας, εξαιρείται από τις προθεσμίες που προβλέπει ο κώδικας διοικητικής διαδικασίας.
Άρα βλέπετε λοιπόν, στα νομικά ο διάβολος βρίσκεται στην λεπτομέρεια. Μπορεί να λέμε ότι χρειάζεται 10 χρόνια ο αλλοδαπός να έχει ζήσει στην Ελλάδα για να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Αλλά αυτό δεν αφορούσε τους Αλβανούς, δεν αφορούσε τους Βούλγαρους, δεν αφορούσε κανέναν πρώην Γιουγκοσλάβο, με εξαίρεση μερικούς Σέρβους και όχι όλους. Δεν αφορούσε τους Αρμένιους. Μου έχει πει μια υπάλληλος του τμήματος ιθαγένειας σε ανύποπτο χρόνο, όταν είχα ξεκινήσει την δουλειά μου για την ιθαγένεια: «Οι Αρμένηδες είναι πιο σκληροί από εμάς, ευκολότερα γίνεται Έλληνας ο Αζέρος παρά ο Αρμένιος». Αυτό το λέω γιατί έχει την αξία του λίγο.
Με δυο λόγια, η διάταξη η οποία εξαιρεί την πολιτογράφηση από τις προθεσμίες είναι μια διάταξη η οποία ουσιαστικά ακυρώνει την έννοια του κανόνα. Εάν ζητάς από ένα κράτος κάτι και αυτό δεν απαντά, ουσιαστικά ακυρώνει, είναι σαν να αναιρεί, την υποχρέωση που έχει έναντι όλων των συναλλασσόμενων μαζί του να παρέχει μία απάντηση η οποία, το ξαναλέω, δεν σημαίνει ότι είναι η ορθή, δεν σημαίνει ότι είναι η δίκαιη αλλά σημαίνει ότι είναι μία απάντηση. Και η μη απάντηση του κράτους δηλαδή η μη υπαγωγή σε προθεσμίες σε συνδυασμό με το αναιτιολόγητο, με το γεγονός δηλαδή ότι η απορριπτική απάντηση δεν αιτιολογείται, έχει ως αποτέλεσμα η εξουσία η οποία στα κράτη δικαίου είναι επιφορτισμένη να ελέγχει την διοίκηση όταν παραβιάζει τους κανόνες να είναι ανίσχυρη, δηλαδή να αυτοαναιρείται.
Με δυο λόγια η δικαστική εξουσία στην Ελλάδα για ζητήματα ιθαγένειας μέχρι σήμερα μας έχει δώσει μια εξαιρετικά χαμηλής έντασης περιεχομένου και ποσότητας νομολογία. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ουσιαστικά δια αυτής της νομοθεσίας δεν είχε την δυνατότητα να κάνει τίποτα. Μπορεί κανείς να πει δεν είχε και το πολιτικό θάρρος να κάνει τίποτα. Αλλά σε όλες τις περιπτώσεις το Συμβούλιο της Επικρατείας μέχρι σήμερα ήταν υποχρεωμένο, προκειμένου να δώσει λύσεις σύμφωνες με κράτος δικαίου για την ιθαγένεια, να λειτουργήσει κόντρα λέγκεμ, δηλαδή να πάει πέρα από το νόμο.
Λέγοντας αυτά λοιπόν, προφανώς συμφωνώ με την αρχική εισήγηση: η αλλαγή η οποία πραγματοποιείται σήμερα είναι τομή και έχει κάτι το ιστορικό. Έχει κάτι το ιστορικό διότι αφενός μεν το τελευταίο στεγανό αυθαιρεσίας και απόφασης της ελληνικής έννομης τάξης προσπαθεί να το τακτοποιήσει με κανόνες και έχει και κάτι το ιστορικό διότι για μία ακόμη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία το ελληνικό έθνος, η ελληνική πολιτική κοινότητα ξαναδείχνει σημάδια ιστορικής κινητικότητας. Θα εξηγήσω και τα δύο.
Συχνά η διαμάχη που διεξάγεται σχετικά με το ζήτημα της ιθαγένειας φέρεται ως μία διαμάχη Αριστεράς και Δεξιάς. Αυτό ισχύει δηλαδή προφανώς στη γραμμή της μη αλλαγής του κώδικα της ιθαγένειας. Συμπαρατάσσεται ένα κομμάτι, ας πούμε η Δεξιά, ενώ από την άλλη πλευρά υπάρχει το προοδευτικό στρατόπεδο, όπως θέλετε πέστε το δεν έχει σημασία. Κατά την άποψη μου, λοιπόν, νομίζω ότι τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα: δηλαδή το πρώτο το οποίο ουσιαστικά διακυβεύεται είναι, αν θέλετε, το κράτος δικαίου, δηλαδή το κράτος κανόνων με ένα κράτος αποκλειστικά και μόνο αποφάσεων. Το δεύτερο που διακυβεύεται είναι διαφάνεια απέναντι στην απόλυτη αδιαφάνεια και στη σκοπιμότητα, δηλαδή νομιμότητα versus σκοπιμότητα. Το τρίτο το οποίο διακυβεύεται και το οποίο έχει νομίζω τη σημασία του είναι η δημοκρατία απέναντι στον ελιτισμό για τον οποίο μιλήσατε διότι αν θέλετε η πεμπτουσία της λαϊκής κυριαρχίας ποια είναι από τη γαλλική επανάσταση και ύστερα; Η πεμπτουσία της λαϊκής κυριαρχίας είναι ότι το σώμα των ανθρώπων που υπάγεται στους νόμους είναι και εκείνο που είναι σε θέση να επηρεάζει τους νόμους. Αυτό είναι, το 1789 περί αυτού ήταν. Το σώμα των ανθρώπων που υπάγεται σε κανόνες δικαίου να είναι σε θέση να παίρνει την δική του απόφαση, με εκλογές να συμβάλει στο να αλλάζουν αυτοί οι κανόνες. Λοιπόν αυτό ως τώρα στην Ελλάδα δεν ίσχυε για ένα μείζον τμήμα του ελληνικού πληθυσμού – χρησιμοποιώ τον όρο πληθυσμός με την έννοια των ανθρώπων που έχουν στην Ελλάδα το κέντρο των βιοτικών τους σχέσεων- αυτό δεν ίσχυε για ένα εκατομμύριο περίπου ανθρώπους. Άρα από το 1990 και ύστερα που εντάθηκαν οι μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα συσσωρεύτηκε ένα εξαιρετικά κρίσιμο, ένα μείζον δημοκρατικό έλλειμμα. Ο κόσμος που ήταν αναγκασμένος να συμμορφώνεται με τους νόμους, δεν μπορούσε να..παράξενο όμως δηλαδή, δεν μπορούσε δηλαδή με τη βούληση του να εκφράσει την δυνατότητα του προκειμένου να διαμορφώσει τους κανόνες δικαίου.
Τέλος αυτό το οποίο νομίζω ότι αλλάζει και το οποίο το υπαινίχτηκα είναι ότι μια πολιτική κοινότητα, θέλει δεν θέλει, δεν μπορεί να είναι στατική. Ακούω αυτούς τους ανθρώπους που λένε «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι» και πραγματικά απορώ. Λίγη ιστορία δεν ξέρουνε; Δηλαδή πώς έγινε αυτό το ελληνικό έθνος; Πήρε από την αρχή από τη Σαντορίνη, την Κάρπαθο, την Κρήτη και έφτασε στην Θράκη και όλους τους έκανε Έλληνες με τη μία και έκτοτε έχουμε μείνει εκεί; Τόσο άχρηστοι είναι δηλαδή; Ιστορία δεν ξέρουν, δεν ξέρουμε πώς έγινε η Ελλάδα; Η Ελλάδα έγινε όπως έγιναν τα περισσότερα σύγχρονα κράτη-έθνη, κάνοντας Έλληνες, κάνοντας Γάλλους κάνοντας Γερμανούς, κάνοντας Ιταλούς. Απλώς κάποιοι εθνικοί μύθοι το παραδέχονται ας πούμε. Πριν από δύο αιώνες οι Ιταλοί λέγανε: τώρα την κάναμε την Ιταλία ας κάνουμε Ιταλούς, να αλλάξουμε τα μυαλά των ανθρώπων και πάει λέγοντας.
Άρα περί αυτού πρόκειται νομίζω και σήμερα. Πρόκειται για μια σημαντική αν θέλετε στιγμή, ένα σημαντικό στιγμιότυπο στην ιστορία της συγκρότησης της ελληνικής πολιτικής κοινότητας, μέσω της λογικής της συμπερίληψης -και νομίζω ότι αυτό χαρακτηρίζει ένα σχετικά ανοιχτό καθεστώς ιθαγένειας- και όχι μέσω της λογικής του αποκλεισμού, που κυριαρχούσε και κυριαρχεί μέχρι σήμερα στο ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας. Και που δυστυχώς, όπως μπορεί να μας φέρει στο μυαλό μια στοιχειώδης γνώση της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, δεν αφορούσε μόνο τους ξένους. Αλλά ο αποκλεισμός από την ελληνική ιθαγένεια ήταν και το βασικό όπλο που το ελληνικό πολίτευμα είχε στις δυσκολότερες του στιγμές, προκειμένου να ξεφορτώνεται όσους Έλληνες δεν του κάνανε. Ποιοι δεν του κάνανε; Οι κομμουνιστές και οι μειονοτικοί.
Άρα λοιπόν νομίζω ότι λέγοντας αυτά οφείλουμε να συμπαραταχθούμε στην αλλαγή του καθεστώτος ιθαγένειας και να δώσουμε μια ισχυρή ιδεολογική μάχη, διότι η άλλη πλευρά την δίνει με νύχια και με δόντια. Η εδώ πλευρά δεν την δίνει. Δεν την δίνει επειδή το ΠΑΣΟΚ δεν είναι σε θέση να τη δώσει, διότι και μέσα στο ΠΑΣΟΚ υπάρχουν πάρα πολλοί που δεν είναι καθόλου πεισμένοι ότι κάνουνε το σωστό. Η Αριστερά δεν την δίνει, διότι θεωρεί ότι έχει να δώσει άλλες μεγαλύτερες μάχες, και αυτή ανακάλυψε, ίσως μάλλον πρόσφατα, ότι είναι πολύ κρίσιμη και πάρα ταύτα δεν την βλέπω να είναι όσο δοσμένη έπρεπε. Άρα με την έννοια αυτή χαιρετίζω την εκδήλωση αυτή γιατί είναι μια ιδεολογική μάχη που πρέπει να τη δώσουμε και εμείς με νύχια και με δόντια.
Τη μάχη την έδωσαν οι άλλοι με νύχια και με δόντια και από την παραμονή των Χριστουγέννων που δημοσιεύτηκε η νομοθετική πρωτοβουλία μέχρι προχτές που ανακοινώθηκε το σχέδιο νόμου κατάφεραν και κέρδισαν πολλά. Δεν υπήρχαν από την εδώ πλευρά αντίβαρα (εδώ δεν εννοώ ΕΔΩ), προκειμένου να δημιουργηθούν τα αντισταθμίσματα προς την δική μας κατεύθυνση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το αρχικό σχέδιο νόμου, συμμερίζομαι επίσης την αξιολόγηση, σε πολλά να γίνει δυσκολότερο. Αξιολογώ εν τάχει. Η διαδικασία της πολιτογράφησης για την πρώτη γενιά των μεταναστών είναι εξαιρετικά δύσκολη και έγινε ακόμα πιο δύσκολη. Με το σχέδιο νόμου απλώς μπήκαν κανόνες, και αυτό είναι ευχάριστο. Πάντως νομίζω ότι οι χαμένοι της ιστορίας είναι η πρώτη γενιά. Η δεύτερη γενιά [σημείωση Ξένιας: μάλλον λείπει το «όχι τόσο»] επειδή ξέρετε οι Έλληνες δείχνουν πόσο φιλάνθρωποι είναι πόσο αγαπούν τα μικρά παιδιά και όλα αυτά… Εντάξει το σχέδιο νόμου δείχνει τη γενναιοδωρία του και απέναντι στην τρίτη γενιά, τη γενιά δηλαδή που δεν έχει αρχίσει ακόμα να γεννιέται. Κατ’ ελάχιστον, έστω, το σχέδιο νόμου δείχνει την υποχρέωση για αυτοδίκαιη, ας το πούμε, ιθαγένεια. Αυτό που λέμε το διπλό δίκαιο του εδάφους. Λέγοντας αυτά, νομίζω ότι ακόμα και σήμερα, που νομίζω ότι η ιθαγένεια δεν είναι το κέντρο της πολιτικής επικαιρότητας, είναι ένα ζήτημα το οποίο αξίζει την προσοχή μας, αξίζει το πολιτικό μας ενδιαφέρον, αξίζει την πολιτική μας στράτευση. Διότι, πιστέψτε με, χτες που έγινε συζήτηση μέσα στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης της ελληνικής Βουλής για το θέμα της ιθαγένειας και πήραμε για πρώτη φορά το σχέδιο νόμου, διαφορετικό από το προσχέδιο που είχε
κυκλοφορήσει μια εβδομάδα νωρίτερα, είδαμε μια διάταξη η οποία αν περάσει ουσιαστικά καταργεί αυτό που λέμε: την υποχρέωση αιτιολογίας.
Σας την διαβάζω εν τάχει: Δεν κοινοποιούνται, λέει, στον ενδιαφερόμενο αιτούντα πολιτογράφηση κρίσεις και πραγματικά περιστατικά και στοιχεία ή αιτιολογίες, αναγόμενες σε ζητήματα γενικής πολιτικής της χώρας. Που σημαίνει ότι η ελληνική πολιτική δημόσια διοίκηση μπορεί να πει συγνώμη δεν μπορούμε να δεχτούμε πολλούς Αλβανούς γιατί θα δημιουργήσουν αυτονομιστικούς πυρήνες Αλβανών, δεν μπορούμε να δεχτούμε Ταϊβανέζους, γιατί θα μας κάνει μπαμ η Κίνα, δεν μπορούμε να δεχτούμε Αιγύπτιους γιατί δεν μας υποστηρίζουν στον ΟΗΕ – και πάει λέγοντας. Με αυτήν την διάταξη παλεύουμε από χτες ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου να τα βγάλουμε πέρα. Με την συνδρομή της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και μερικών της κυβέρνησης, το καταφέραμε. Τα λέω αυτά, διότι έχει σημασία να καταλάβουμε ότι είναι μια διαπάλη, μια μάχη η οποία πραγματοποιείται τώρα, κυριολεκτικά τώρα: αυτή τη στιγμή, στη Βουλή συζητάνε κατά άρθρον τις τροπολογίες στο νομοσχέδιο.
Σας ευχαριστώ πολύ.