Οι τελευταίες εξελίξεις σε αστυνομικό και δικαστικό επίπεδο αναφορικά με την απόδοση ευθυνών στην εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, η οποία δρούσε εντελώς ανενόχλητη επί δύο δεκαετίες, προκαλούν ανάμεικτα συναισθήματα. Οι Οικολόγοι Πράσινοι δεχθήκαμε με ανακούφιση τη διαφαινόμενη στροφή πολιτικής της Κυβέρνησης, χωρίς όμως να παραγνωρίσουμε την ανάγκη ολιστικής προσέγγισης του ζητήματος, αλλά και το γεγονός ότι το ίδιο το πρωθυπουργικό περιβάλλον, έως σήμερα δρούσε ανασταλτικά προς μία τέτοια κατεύθυνση. Η πολιτειακή αδράνεια οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια σε εγκληματική δράση και οι δικαστικοί λειτουργοί με τη συνδρομή της αστυνομίας προσπαθούν μέσα σε λίγες μέρες να κάνουν όσα δεν έπραξαν επί χρόνια.
Ο χειρισμός μίας ποινικής υπόθεσης τέτοιας βαρύτητας που αφορά στη δράση της ναζιστικής οργάνωσης, η οποία συνιστά ευθεία απειλή για το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά πρωτίστως για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δεν επιδέχεται ευκαιριακούς επικοινωνιακούς χειρισμούς:Η διάχυση πληροφοριών με καθημερινές αποκαλύψεις τηλεφωνικών συνομιλιών, μεσούσης της αστυνομικής και δικαστικής έρευνας, είναι ύποπτη αφού γνωρίζουμε πολύ καλά ότι όταν η αντιτρομοκρατική υπηρεσία και η ΕΥΠ επιθυμούν να έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα, μιλούν λίγο και κάνουν πολλά. Ταυτόχρονα, η προστασία μαρτύρων και θυμάτων αποτελεί μείζονος σημασίας ζήτημα για την εξέλιξη των ερευνών. Ήδη υπήρξε αποκάλυψη ονόματος προστατευόμενου μάρτυρα, που έδωσε ξεκάθαρο αποτρεπτικό μήνυμα σε όποιον θέλει να συνδράμει στην εξάρθρωσή της εγκληματικής συμμορίας και αποτελεί μια πρώτη, σοβαρή ήττα στην προσπάθεια ανεύρεσης της αλήθειας.
Η απόφαση για τη μη προφυλάκιση των Κασιδιάρη, Παναγιώταρου και Μίχου, αλλά ακόμη και του φερόμενου συνεργού του Ρουπακιά, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα. Και τούτο διότι ενώ η επιβολή περιοριστικών όρων συνεπάγεται αναγνώριση εκ μέρους εισαγγελέα και ανακριτή του ισχυρού κατηγορητηρίου και των σοβαρών ενδείξεων ότι έχει συντελεστεί το συγκεκριμένο έγκλημα, οι ίδιοι -για άγνωστο λόγο- κρίνουν ότι οι κατηγορούμενοι δεν είναι ύποπτοι να συνεχίσουν τη νεοναζιστική δράση τους, για την οποία τα στοιχεία βοούν. Οι αντιδράσεις των κατηγορουμένων αμέσως μετά την απόφαση αποφυλάκισης και κυρίως οι ωμές απειλές, που εκτόξευσε ο εκπρόσωπός τους δημόσια προς τον μάρτυρα, που από «προστατευόμενος» έγινε γνωστός, καταδεικνύουν πόσο λανθασμένη ήταν η απόφαση αυτή. Από την άλλη πλευρά, η Δικαιοσύνη αποδείχθηκε μεροληπτική, αφού εφαρμόζει δύο μέτρα και σταθμά στις αποφάσεις επί των προφυλακίσεων (θυμίζουμε την υπόθεση Σακκά, όπου είχε κρατηθεί παράνομα χωρίς δίκη επί τρία ολόκληρα χρόνια με λιγότερο βαρύ κατηγορητήριο). Αξιώνουμε επομένως από τη Δικαιοσύνη να σταθμίζει με τα ίδια κριτήρια την πιθανότητα τέλεσης νέων εγκλημάτων και να μην εφαρμόζει διαφορετικά μέτρα και σταθμά κατά το δοκούν.
Οι αισθητήρες της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας πρέπει να αποδείξουν ότι λειτουργούν. Αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί απλώς και μόνο με τις προφυλακίσεις Μιχαλολιάκου, Πατέλη, Παππά, αλλά και σε βάθος χρόνου με συγκεκριμένα αποτελέσματα που θα οδηγήσουν στην πλήρη εξάρθρωση της ναζιστικής οργάνωσης και στην τιμώρηση της τρομοκρατικής της δράσης. Ταυτόχρονα πρέπει να καλυφθεί το νομικό κενό που αφορά στην αναγνώριση επιβαρυντικής περίστασης στα εγκλήματα με ρατσιστικό κίνητρο, να προχωρήσει η ψήφιση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου που έχει μείνει επί μήνες «στον αέρα» και να υπάρξει επιτέλους ουσιαστική και αποτελεσματική προστασία θυμάτων και μαρτύρων. Αναγνωρίζουμε επίσης ότι η νομοθέτηση δεν αποτελεί πανάκεια και το έλλειμμα διαχρονικά εντοπίζεται στην εφαρμογή της. Από τις εξελίξεις αυτές σε συνδυασμό πάντα με την τήρηση όλων των δικονομικών εγγυήσεων για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την αποφυγή διολίσθησης στον αυταρχισμό με πρόσχημα τη Χρυσή Αυγή, θα φανεί κατά πόσο υπάρχει ειλικρινής βούληση για αλλαγή σελίδας. Σε διαφορετική περίπτωση οι ευθύνες θα είναι εγκληματικές και τα αποτελέσματα ολέθρια.
Η Θεματική Ομάδα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων