Έχω τέσσερα παιδιά και μένουμε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τα μεγάλα μου είχαν την τύχη να μεγαλώσουν σε παιδικές χαρές, αλάνες και πάρκα, σε άλλες περιοχές και άλλες εποχές της Θεσσαλονίκης. Τα μικρά μου κοντεύουν δύο χρονών και είναι αγρίμια. Οι ελεύθεροι χώροι, όπου μπορώ να τα κατεβάσω από το καροτσάκι ή να τα αφήσω από το χέρι, χωρίς να κινδυνεύουν από αυτοκίνητο ή μηχανάκι, είναι ελάχιστοι.
Ο μόνος χώρος, όπου μπορούν επιπρόσθετα να παίξουν με ασφάλεια μαζί με άλλα παιδιά είναι η παιδική χαρά της πλατείας Ναυαρίνου, μοναδική σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από το σπίτι μας. Όπως είναι φυσικό, εκεί μαζεύονται όλα τα παιδιά του κέντρου, ηλικίας μέχρι 9 χρονών, με αποτέλεσμα τις περισσότερες ώρες της ημέρας να μην υπάρχει κανένας απολύτως χώρος, για να παίξουν με ασφάλεια τα μικρότερα παιδιά.
Στην αναζήτηση εναλλακτικού προσβάσιμου ελεύθερου χώρου για τα παιδιά, μιλώντας με μητέρες από τη δυτική και την ανατολική Θεσσαλονίκη, συνειδητοποίησα ότι η έλλειψη γειτονικής παιδικής χαράς δεν είναι «προνόμιο» του Κέντρου. Η αρρώστια έχει επεκταθεί σε όλο το πολεοδομικό συγκρότημα κι έτσι, ανεπαίσθητα, η Θεσσαλονίκη γεμίζει με αγύμναστα και νευρικά νήπια και απελπισμένους γονείς, οι προνομιούχοι απ’ τους οποίους προσπαθούν να βρουν ιδιωτικούς χώρους εκτόνωσης των αναγκών των παιδιών τους.
Δυστυχώς, για όλα αυτά, δεν φταίει η εποχή της κρίσης, αλλά η εποχή της ευημερίας, που έχτισε τις πόλεις μας με παντελή έλλειψη πρόνοιας για όσους δεν είχαν φωνή.
Η εποχή της κρίσης, όμως, κουβαλάει μιαν άλλη δυναμική, αν, βέβαια, θελήσουμε να την ενεργοποιήσουμε συλλογικά: η απαξίωση των ακινήτων καθιστά εφικτή την αλλαγή της χρήσης τους. Τα εναπομείναντα ελεύθερα γεωτεμάχια στον πολεοδομικό ιστό, πολλά από τα οποία ρημάζουν σε διελκυστίνδες διεκδικήσεων και απαλλοτριώσεων, δεν προκαλούν κανένα ενδιαφέρον για ιδιωτική αξιοποίηση. Οι ιδιοκτήτες τους αναγκάζονται, ταυτόχρονα, να πληρώνουν δυσβάσταχτους φόρους και τέλη, την ίδια ώρα που ο Δήμος αδυνατεί να παρέχει ελάχιστους ελεύθερους χώρους για τα παιδιά που μεγαλώνουν στα διαμερίσματα-κλουβιά.
Για την απελευθέρωση όλων, θα αρκούσε μια νομοθετική πρόβλεψη τα κενά ακίνητα να μπορούν να διατίθενται κατά χρήση (όχι κατά κυριότητα) για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που να μπορεί να ανανεώνεται, για τη δημιουργία παιδικών χαρών. Σε αυτή την περίπτωση ο ιδιοκτήτης θα απαλλασσόταν από οποιοδήποτε τέλος ή φόρο για το συγκεκριμένο ακίνητο για όσο διάστημα το διέθετε. Άλλωστε, η δημοσιονομική επιβάρυνση της μη καταβολής των τελών είναι σαφώς μικρότερη από την επιβάρυνση της απαλλοτρίωσης.
Το κόστος κατασκευής μιας ασφαλούς παιδικής χαράς, που δεν είναι μεγάλο, θα μπορούσε αφενός να μειωθεί με εθελοντική εργασία άνεργων γονιών και φοροαπαλλαγή σε όσους χορηγήσουν δωρεάν τα υλικά, και αφετέρου με μικρό εισιτήριο για περιορισμένο χρονικό διάστημα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στη γύρω περιοχή, ή συμπληρωματικά ακόμα και μέσα από δράσεις οικονομικής ενίσχυσης στη γειτονιά. Τα υλικά της παιδικής χαράς, μετά τη λήξη και μη ανανέωση της παραχώρησης – πράγμα απίθανο με τις σημερινές συνθήκες- μπορούν εύκολα να ξηλωθούν και να συναρμολογηθούν σε άλλο ελεύθερο χώρο.
Πολλοί και πολλές από εμάς, τους γονείς, – πάνω απ’ τους μισούς και πολύ πιο πάνω απ τις μισές- είμαστε άνεργοι. Άλλοι δουλεύουμε σαν τα σκυλιά για πενταροδεκάρες. Μα όλοι θέλουμε, πέρα από την εξασφάλιση στέγης και τροφής, μια μικρή δόση χαράς, κοινωνικοποίησης και ανέμελου παιχνιδιού για τα παιδιά μας. Ακόμα κι όσοι -ελάχιστοι- έχουν και χρόνο και χρήμα, γνωρίζουν πως το λούνα παρκ, το μπαλέτο και η μπάλα στο 5Χ5 δεν αναπληρώνουν την παιδική χαρά της γειτονιάς. Ας διεκδικήσουμε λίγη ευαισθησία δίπλα στην λογική και κόντρα στον παραλογισμό της εποχής που μας πήρε και μας σήκωσε, πριν πέσουμε συλλογικά και ατομικά πάνω και σ’ άλλα βράχια.
Υ.Γ. Έχω σταμπάρει ένα οικοπεδάκι σ’ ένα στενό κάθετο στη Μητροπόλεως, όπου κάποτε κάναμε μια ακτιβιστική δενδροφύτευση που «έπιασε» με τη φροντίδα των γειτόνων: ακόμα είναι πράσινο. Μήπως να του προσθέταμε και μια παιδική χαρά;