Με αφορμή τις νέες λιγνιτικές μονάδες στη Δυτ. Μακεδονία
Στις 14 Απριλίου το ΔΣ της ΔΕΗ προκήρυξε διαγωνισμό για την κατασκευή νέας λιγνιτικής μονάδας ηλεκτροπαραγωγής στην Πτολεμαϊδα, ισχύος 550-660MW και προϋπολογισμού 1,3 δις. Σε αυτήν θα πρέπει να προστεθεί και η λιγνιτική μονάδα στη Μελίτη της Φλώρινας ισχύος 450MW, ο διαγωνισμός για την οποία πιθανόν να εξαρτηθεί από τις εξελίξεις γύρω από την εκμετάλλευση του λιγνιτωρυχείου της Βεύης.
Καταρχάς, αξίζει να δούμε τη γενικότερη πραγματικότητα γύρω από το λιγνίτη στην οποία έρχονται να προστεθούν αυτά τα περίπου 1000 νέα MW. Στο Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας (ΛΚΔΜ) λειτουργούν σήμερα 6 λιγνιτικοί σταθμοί συνολικής ισχύος 4400MW ενώ δύο λιγνιτικοί σταθμοί ισχύος 850MW λειτουργούν στη Μεγαλόπολη. Από τα υφιστάμενα 5250MW η ΔΕΗ έχει ανακοινώσει πως μέχρι το 2020 θα έχει αποσύρει 913MW και πιο συγκεκριμένα τις μονάδες Πτολεμαϊδα I-IV, ΛΙΠΤΟΛ και Μεγαλόπολη I-II.
Το 2009 η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη κάλυψε το 58% της κατανάλωσης στο ηπειρωτικό Σύστημα Ηλεκτρισμού (εξαιρουμένων δηλαδή των μη διασυνδεδεμένων νησιών) σημειώνοντας μάλιστα σε απόλυτα μεγέθη αύξηση κατά 2,5% παρά τη σημαντική μείωση της κατανάλωσης.
Το μερίδιο των λιγνιτικών μονάδων στη συνεισφορά της Ελλάδας στην αλλαγή του κλίματος είναι εντυπωσιακό: Μόνοι τους οι 8 λιγνιτικοί σταθμοί ευθύνονται για το 35% των συνολικών εκπομπών CO2 της χώρας, δηλαδή οι εκπομπές τους είναι κατά 77% περισσότερες από εκείνες ολόκληρου του τομέα μεταφορών!
Εκτός από την κλιματική αλλαγή, τεράστιες είναι και οι επιπτώσεις από την εξόρυξη και καύση του λιγνίτη στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
Από τη λειτουργία των ορυχείων και των μονάδων στο ΛΚΔΜ αποτίθενται ετησίως 250-300 εκατομμύρια τόνοι στείρων υλικών και 7 εκατομμύρια τόνοι τέφρας. Το 2009 οι συγκεντρώσεις αιωρουμένων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα κυμαίνονταν από 28-52%, με όριο το 9,6 % ενώ η συχνότητα υπερβάσεων συνολικών αιωρουμένων σωματιδίων (TSP) στις καμινάδες των μονάδων της ΔΕΗ το 2007 ήταν 22-65%.
Οι ανάγκες σε νερό των πύργων ψύξης των σταθμών παραγωγής (5,5 χιλιάδες κυβικά νερού την ώρα) έχουν οδηγήσει σε επιδείνωση του ήδη αρνητικού υδατικού ισοζύγιου της Βεγορίτιδας (μείωση όγκου κατά 76%) και κατακόρυφη αύξηση των αντλούμενων ποσοτήτων νερού από τον Αλιάκμονα, δηλαδή από άλλη υδρολογική υπολεκάνη. Η ίδια η εξόρυξη του λιγνίτη έχει καταστρέψει μεγάλο μέρος της υπόγειας υδροφορίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η στάθμη του υδροφόρου του Αμυνταίου έπεσε κατά 35-70 μέτρα και του Σαριγκιόλ κατά 50 -100 μέτρα.
Η εξορυκτική δραστηριότητα έχει προκαλέσει και σοβαρές παρενέργειες στη γεωμορφολογία της περιοχής. Μέχρι σήμερα στο ΛΚΔΜ έχουν αποκατασταθεί (όχι πάντα ικανοποιητικά) 32.800 στρέμματα, παραμένουν όμως 180.000 στρέμματα τα οποία είναι ανοιχτά και μη αποκατεστημένα. Στενά συνδεμένο είναι και το πρόβλημα των μετεγκαταστάσεων οικισμών που έγκειται στο γεγονός ότι η ΔΕΗ προχωρά σε μετεγκαταστάσεις και αποζημιώσεις, μόνον εφόσον το υπέδαφος του ίδιου του οικισμού περιέχει σημαντικά κοιτάσματα λιγνίτη. Υπάρχουν χωριά τα οποία είναι εγκλωβισμένα στα ορυχεία και στις αποθέσεις τέφρας αλλά δεν μεταφέρονται επειδή δεν έχουν στο υπέδαφος τους λιγνίτη (Ακρινή) ή χωριά που προβλέπεται να καταστραφούν λόγω επέκτασης των ορυχείων, αλλά δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί παρότι εφάπτονται πλέον με τα ορυχεία (Μαυροπηγή) ή πλήττονται από τα μελλοντικά σχέδια επεκτάσεων της ΔΕΗ, άμεσα (Ποντοκώμη) και έμμεσα (Μαυροδέντρι).
Τέλος, σημαντικότατες είναι και οι επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων της περιοχής. Διπλάσιες είναι οι συχνότητες εμφάνισης των ασθενειών του άνω αναπνευστικού στις ευπαθείς ομάδες ενώ η θνησιμότητα από τα καρδιαγγειακά νοσήματα έχει εικοσαπλασιαστεί τα τελευταία πενήντα χρόνια. Με τέτοια δεδομένα, δεν μας τιμά καθόλου το ότι 50 χρόνια τώρα δεν έχει πραγματοποιηθεί ολοκληρωμένη μελέτη για τις επιπτώσεις της ρύπανσης στη δημόσια υγεία.
Για να σταματήσουν οι περιοχές μας να πληρώνουν τόσο υψηλά περιβαλλοντικά spreads, χρειαζόμαστε άμεσα ένα πακέτο μέτρων και πρωτοβουλιών: Άμεσο κλείσιμο του πεπαλαιωμένου και ρυπογόνου σταθμού Πτολεμαΐδας, αυστηρή εφαρμογή των Περιβαλλοντικών Όρων Λειτουργίας ή αναθεώρηση – άμεση έκδοση όπου χρειάζεται για όλες τις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ, δίκτυο σταθμών μέτρησης για συνεχή καταγραφή, μετάδοση και παρακολούθηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, μοντέλα και μέτρα πρόγνωσης και πρόληψης επεισοδίων ατμοσφαιρικής ρύπανσης, επίσπευση των μετεγκαταστάσεων, δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα πλήρους αποκατάστασης εδαφών με κατανομή των χρήσεων γης, ειδική διαχειριστική μελέτη υδάτινου δυναμικού με βάση την Οδηγία 2000/60.
Ταυτόχρονα, προκειμένου να πάψει επιτέλους ο μύθος του φθηνού λιγνίτη και να βρεθούν πόροι για τη μετάβαση της περιοχής σε ένα μετα-λιγνιτικό μέλλον, χρειάζεται μια σημαντική αύξηση του τοπικού πόρου ανάπτυξης, ακύρωση της εξαίρεσης του λιγνίτη από το φόρο στερεών καυσίμων και επιβολή ειδικού «τέλους μείωσης λιγνιτικής ισχύος». Με αυτά τα χρηματοδοτικά εργαλεία και με ένα επιχειρησιακό σχέδιο 20ετίας μπορούμε να αλλάξουμε το γκρίζο με το πράσινο στα δύο ενεργειακά λεκανοπέδια. Παρότι έχουμε καθυστερήσει πολύ υπάρχει ακόμη ελπίδα.
Κανείς δε ζητά να κλείσουν αύριο οι μονάδες και τα ορυχεία της ΔΕΗ. Αυτό που ζητάμε είναι να πατήσουμε κάποτε το φρένο. Να συμφωνήσουμε σε ένα βιώσιμο όραμα για την περιοχή, να προχωρήσουμε στη σταδιακή απεξάρτηση από το λιγνίτη, να ετοιμαστούμε έγκαιρα με συγκεκριμένο σχεδιασμό για τη μετα-λιγνιτική εποχή. Όσο όμως δεν δεσμεύεται η ΔΕΗ και η κυβέρνηση σε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ταχείας απόσυρσης των παλιών μονάδων και δραστικής μείωσης του μεριδίου του λιγνίτη στο ενεργειακό μας μείγμα, δεν μπορούμε παρά να λέμε όχι στις νέες λιγνιτικές μονάδες.
Χρειαζόμαστε για το άμεσο μέλλον μια οικολογική αναπτυξιακή προοπτική που να στηρίζεται σε επενδύσεις κατασκευής πράσινου ενεργειακού εξοπλισμού, σε έργα ανάταξης και αποκατάστασης του κατεστραμμένου φυσικού κεφαλαίου, σε καινοτόμες παραγωγικές δράσεις. Η προοπτική αυτή είναι εφικτή, αλλά χρειάζεται πολιτική βούληση, αναπροσανατολισμό της κοινωνίας και σκληρή δουλειά. Το δρόμο τον έχουν δείξει πολλές Ευρωπαϊκές χώρες που προέβλεψαν τα αδιέξοδα που βιώνουμε εμείς σήμερα και τα ξεπέρασαν μέσα από έγκαιρο σχεδιασμό και προγραμματισμό.
Λάζαρος Τσικριτζής
Οικολογική Κίνηση Κοζάνης