Συνδιάσκεψη στην Ντόχα για την Κλιματική αλλαγή: Μεγαλώνει το χάσμα επιστήμης-πολιτικής
Το 2012 σημαδεύτηκε από ακραία καιρικά φαινόμενα (αρνητικό ρεκόρ πάγων στην Αρκτική, τυφώνες, ακραίοι καύσωνες και πλημμύρες) αλλά και από ξεκάθαρη τοποθέτηση μέχρι πρότινος επιφυλακτικών Διεθνών Οργανισμών (όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας) για το επείγον της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Όλα αυτά όμως δε στάθηκαν αρκετά για τις κυβερνήσεις του κόσμου προκειμένου να βάλουν στην άκρη τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους και να δεσμευτούν σε φιλόδοξες και δεσμευτικές διεθνείς πολιτικές για το κλίμα.
Όταν τα εργαλεία πολιτικής δεν συνδυάζονται από την αντίστοιχή ισχυρή πολιτική βούληση, το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Οι προσδοκίες από τη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα στην Ντόχα δεν ήταν ποτέ υψηλές. Το αποτέλεσμά της όμως κατάφερε να διαψεύσει ακόμα κι αυτές.
Κεντρικό αρνητικό σημείο της απόφασης ήταν η αποτυχία συνολικής απαγόρευσης της δυνατότητας μεταφοράς ή χρήσης εικονικών δικαιωμάτων εκπομπής (“hot air”) κάτι που υπονομεύει την περιβαλλοντική ακεραιότητα και αποτελεσματικότητα της παράτασης του Πρωτοκόλλου του Κιότο που αποφασίστηκε. Ολόκληρη η φιλοσοφία του εμπορίου δικαιωμάτων εκπομπών βασίζεται στην ύπαρξη ικανοποιητικά αυστηρού ορίου εκπομπών. Η μη απαγόρευση των παραπάνω, που βρίσκονται στα χέρια κυρίως της Ρωσίας και άλλων πρώην σοβιετικών χωρών, οδηγεί σε υπερπροσφορά δικαιωμάτων και άρα σε αναιμικό σήμα για την πραγματοποίηση επενδύσεων χαμηλών εκπομπών. Ελπίζουμε οι πολιτικές δεσμεύσεις της Ευρώπης, της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας για αποφυγή χρήσης των εικονικών δικαιωμάτων εκπομπής να μην είναι ένα απλό επικοινωνιακό τρικ.
Ο κοινός στόχος για τη δεύτερη περίοδο δέσμευσης του Κιότο θα είναι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 18% από το 1990 την περίοδο 2013-2020. Η ΕΕ πρέπει επιτέλους να αξιοποιήσει την απαίτηση για επικαιροποίηση των στόχων της συνέχειας του Κιότο το 2014 και να αποδείξει πως ηγείται της παγκόσμιας προσπάθειας για ριζικό ενεργειακό μετασχηματισμό, αναβαθμίζοντας το στόχο της για μειώσεις εκπομπών το 2020 από το σημερινό 20% σε 30-40%. Μια τέτοια αναβάθμιση του στόχου δεν είναι απλά επιστημονικά απαραίτητη αλλά και τεχνικά ρεαλιστική και οικονομικά ανταγωνιστική. Μόνο έτσι θα μπορεί η ΕΕ να αποκτήσει παγκόσμιο συγκριτικό πλεονέκτημα στην έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή καθαρών τεχνολογιών, το εν δυνάμει όχημα της για διέξοδο από την πολλαπλή κρίση στην οποία βρίσκεται. Παράλληλα, η ΕΕ θα πρέπει να αξιοποιήσει όλη την πολιτική και οικονομική της ισχύ προκειμένου να πιέσει τους δύο μεγάλους ρυπαντές, την Κίνα και τις ΗΠΑ να σταματήσουν επιτέλους να υπονομεύουν την παγκόσμια δράση για το κλίμα. Ιδιαίτερα η Κίνα, χώρα με μεγάλο χρηματικό όφελος από το προηγούμενο Πρωτόκολλο του Κιότο, αρνείται τη συμμετοχή λόγω ιστορικών ευθυνών των ΗΠΑ. Αντίστοιχα οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν την Κίνα ως άλλοθι για την μη δράση τους στην κοινή παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών.
Οι χώρες που και στο παρελθόν έχουν υπονομεύσει τις διεθνείς ή τις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις για την δράση κατά της κλιματικής αλλαγής συνέχισαν και τώρα να αποτελούν εμπόδιο. Οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ρωσία και η Κίνα θα συνεχίσουν να είναι αμέτοχοι θεατές, αφήνοντας το βάρος των ρυπογόνων δραστηριοτήτων τους στην πλάτη άλλων χωρών. Ιδιαίτερα αρνητική ήταν η στάση της Πολωνίας η οποία, διατηρώντας την ίδια τακτική που ακολουθεί και στις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις, μέχρι την τελευταία στιγμή προσπαθούσε να υπονομεύσει την κοινή ευρωπαϊκή στάση. Χαρακτηριστικό είναι οτι η Πολωνία φιλοξενεί πλέον μεγάλο μέρος της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής. Εντυπωσιακή, επίσης, είναι η ειρωνεία πως η επόμενη Συνδιάσκεψη για το κλίμα θα φιλοξενηθεί στην Πολωνία!
Η Ελλάδα κατέκτησε την ντροπιαστική διάκριση να έχει την πιο χαμηλόβαθμη εκπροσώπηση στέλνοντας στη Συνδιάσκεψη τον… πρέσβη στο Κατάρ. Τι άλλο βέβαια να περίμενε κανείς από μια χώρα που ετοιμάζει οριστική ταφόπλακα για τις ανανεώσιμες πηγές και ζητά διεθνή χρηματοδότηση ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για ενεργειακά έργα αποκλειστικά ορυκτών καυσίμων.
Για άλλη μια φορά, η πρόκληση βρίσκεται στα χέρια των πολιτών: να συνεχίσουν και να δυναμώσουν τον αγώνα τους σε κάθε μέτωπο για έναν ενεργειακό μετασχηματισμό χαμηλότερης κατανάλωσης και απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.
Η Θεματική Ομάδα Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής των Οικολόγων Πράσινων