Από το 1992 που έγινε η παγκόσμια συνδιάσκεψη για το κλίμα στο Ρίο της Βραζιλίας ήχησαν και επίσημα τα πρώτα καμπανάκια για όλα τα ορυκτά καύσιμα, και φυσικά το λιγνίτη.
Το κάρβουνο, το πετρέλαιο κλπ ως βασικοί ένοχοι για το φαινόμενο του θερμοκηπίου μπαίνουν από τότε δικαίως στο μάτι του κυκλώνα και αρχίζουν να χάνουν πόντους, αφού τα περιβαλλοντικά μειονεκτήματα κοστίζουν πλέον ακριβά και υπερβαίνουν τα οικονομικά πλεονεκτήματα. Πράσινοι φόροι, εξωτερικό κόστος, καταβολή δικαιωμάτων CO2 ανεβάζουν όλο και περισσότερο το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ κόστος των ορυκτών καυσίμων και αναγκάζουν πολλές χώρες να αλλάξουν την ενεργειακή τους πολιτική.
Σύμφωνα με τα παραπάνω θα έπρεπε το 1992 να αποτελεί και την αφετηρία αυτού που αποκαλούμε στην περιοχή μας «μεταλιγνιτική εποχή», αφού η αντίστροφη μέτρηση για το λιγνίτη ξεκινά το έτος αυτό. Δυστυχώς η πλειοψηφία των τοπικών φορέων και η Αυτοδιοίκηση θεώρησε ότι η μεταλιγνιτική εποχή αρχίζει μετά την εξάντληση (ή τη δραστική μείωση) των λιγνιτικών αποθεμάτων. Για αυτό και δεν έκανε καμιά ουσιαστική προετοιμασία την εικοσαετία 1990 -2010, πιστεύοντας ότι υπάρχει χρόνος για την επόμενη μέρα. Πέρα από φραστικές αναφορές στη μεταλιγνιτκή περίοδο και αποσπασματικά σενάρια (ή μάλλον καταγραφές επιθυμιών, πχ «Ενεργόπολις»), τα οποία σενάρια χρονολογούνται την τελευταία μόλις πενταετία, η Πολιτεία και η Αυτοδιοίκηση δεν συνέταξαν ένα μακρόπνοο επεξεργασμένο και κοστολογημένο master plan εικοσαετίας, σχεδιασμένο από μελετητικούς οίκους διεθνούς αναγνώρισης, με ενδιάμεσους στόχους, με μελέτες εφαρμογής, με καθορισμό χρήσεων γης και διακριτούς ρόλους Κράτους – Αυτοδιοίκησης – Ιδιωτών.
Ένα τέτοιο σχέδιο εκτός των παραπάνω θα έπρεπε φυσικά να είναι εφοδιασμένο και με καθορισμένα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Σε αυτό ακριβώς το ζήτημα, τη χρηματοδότηση, εστιάζεται η σημερινή παρέμβαση της Αυτοδιοικητικής Κίνησης Κοζάνης, η οποία από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης της έθεσε το θέμα της μεταλιγνιτικής περιόδου. Όπως και σε άλλους τομείς δεν περιορίστηκε στην κριτική, αλλά κατέθεσε συγκεκριμένεςπροτάσεις χρηματοδότησης, ενσωματώνοντας και απόψεις του τοπικού οικολογικού κινήματος. Τις προτάσεις αυτές υποβάλουμε σήμερα στο Δημοτικό Συμβούλιο Κοζάνης για συζήτηση, ψήφιση και διεκδίκηση.
1. Τοπικός Πόρος
1.1) Στο νόμο Ν.3851/2010 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το τέλος ΑΠΕ είναι 2,7 % προ ΦΠΑ [1], όταντο αντίστοιχο τέλος (ο Πόρος ανάπτυξης ) για τις «λιγνιτόπληκτες» περιοχές είναι μόνο 0,4% του κύκλου εργασιών της ΔΕΗ. Βέβαια η βάση υπολογισμού είναι διαφορετική, αλλά και πάλι η διαφορά (και η άνιση μεταχείριση είναι εμφανής). Είναι λάθος των δήμων και των τοπικών φορέων και που δεν έθεσαν θέμα επαναδιαπραγμάτευσης του χαμηλού αυτού ποσοστού κατά τη διαδικασία διαβούλευσης του νομοσχεδίου ΑΠΕ. Εν πάση περιπτώσει ο τριπλασιασμός του πόρου είναι πλέον ένα ώριμο αίτημα και πιστεύουμε ότι πρέπει να διεκδικηθεί άμεσα (3Χ περ15= 45 εκ. € ετησίως για το Ν. Κοζάνης ????).
1.2) Αλλαγή θεσμικού πλαισίου του Πόρου με ταχύρρυθμη διαδικασία ενός εξαμήνου. Είναι αυτονόητος αυτός ο στόχος μετά τον Καλλικράτη, αλλά και την αποτυχημένη διαχείριση του Πόρου (διασπάθιση σε πολύ μικρά έργα και λειτουργικές δαπάνες, παραγοντισμοί κλπ). Ο Πόρος να κατανέμεται κατά 30 % σε ΕΡΓΑ περιβάλλοντος – ποιότητας ζωής (σήμερα το ποσοστό είναι ~ 10%) και κατά 70 % σε επενδύσεις της ΜΕΤΑΛΙΓΝΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ. Το είδος των χρηματοδοτούμενων έργων πρέπει να οριστεί με αναλυτική – εξαντλητική λίστα ώστε να μην υπάρχουν παρερμηνείες (πράσινες τεχνολογίες, καινοτόμες δραστηριότητες, επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας κλπ). Καλόν είναι για ένα διάστημα α) να παγώσει η έγκριση νέων έργων καθώς και το νέο ΕΑΠ (Όχι η ροή χρηματοδότησης προς εγκεκριμένα ημιτελή έργα) και β) να γίνει συνεννόηση με τη ΔΕΗ ώστε τα χρήματα να μη χαθούν μέχρι να ολοκληρωθεί η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και ο νέος προγραμματισμός.
2. Φόρος στερεών καυσίμων. Ισχύει σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Είναι μια λογική επιβάρυνση που πρέπει να πληρώνει όποιος εκμεταλλεύεται έναν μη ανανεώσιμο φυσικό πόρο. (πχ τα λατομεία, μεταλλεία κ.α πληρώνουν κάτι ανάλογο). Η ΔΕΗ (και όσοι ιδιώτες είναι ή θα μπουν στα λιγνιτωρυχεία) δεν πληρώνουν τίποτα απολαμβάνοντας μια ακόμη κρυφή επιδότηση. Το ίδιο το κράτος αναγκάστηκε παλιότερα να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα του φόρου και ψήφισε σχετικό νόμο, τον 3483/2006, (επί Νέας Δημοκρατίας). Όμως ο φόρος δεν άντεξε ούτε τέσσερις μήνες. Η ίδια κυβέρνηση μετά από πίεση του λιγντικού λόμπυ (δημόσιου και ιδιωτικού), με ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΗ και συνδικαλιστική συνενοχή, ακύρωσε το νόμο και «καθάρισε» για τη ΔΕΗ. Έτσι ο λιγνίτης ξανάγινε “duty free”. Η Ευρώπη δεν αντέδρασε, γιατί η σχετική οδηγία 2003/96 είχε παραθυράκια ευνοϊκά για ιδιωτικές μεγαλο-εταιρείες που εκμεταλλεύονται στερεά καύσιμα για ηλεκτροπαραγωγή (όπως η γερμανική RWE).
Σύμφωνα με τον καταργημένο νόμο η χρήση λιγνίτη φορολογούνταν με ειδικό φόρο κατανάλωσης 0,3 € / GJ). Το συνολικό ποσό αντιστοιχεί σε 100 -110 εκ. € ετησίως.
Πρόταση: Να νομοθετηθεί ο φόρος αυτός και να αποδίδεται αναλογικά στις λιγντιτοπαραγωγές περιοχές (Κοζάνη – Πτολεμαίδα – Φλώρινα – Μεγαλόπολη). Είναι ένα αίτημα που προβάλλεται από το τοπικό οικολογικό κίνημα εδώ και μια πενταετία τουλάχιστον. Γιατί να μην το υιοθετήσουμε ως Τοπική Αυτοδιοίκηση ? Θα φέρει στο ενεργειακό λεκανοπέδιο του ΛΛΚΔΜ άλλα 85 εκ. € ετησίως, ποσό πενταπλάσιο του Τοπικού πόρου.
3. «Εξωτερικό» κόστος λιγνίτη. Ο λιγνίτης εκτός του ότι είναι ρυπογόνος είναι και ακριβός, όπως βέβαια και η λιγνιτική κιλοβατώρα. Η τελευταία εμφανίζεται στα τιμολόγια πλασματικά φτηνή, διότι δεν συμπεριλαμβάνει το κόστος των κατεστραμμένων φυσικών πόρων, νερών εδαφών, το κόστος αντιμετώπισης της αυξημένης νοσηρότητας (λόγω ρύπανσης) του τοπικού πληθυσμού, το κόστος των κλιματικών καταστροφών λόγω εκπομπών CO2 κλπ. Το σύνολο αυτών των στοιχείων κόστους είναι διεθνώς αποδεκτό ως εξωτερικό κόστος (“external cost”). Δεν μπαίνει στους λογαριασμούς των καταναλωτών, αλλά στους «λογαριασμούς» των τοπικών κοινωνιών και των επόμενων γενιών.
Η ΔΕΗ δεν κάνει κουβέντα για το εξωτερικό κόστος. Παθαίνει ..αλλεργία όσες φορές τίθεται το θέμα, παρότι δεν το καρπώνεται όλο η ίδια, αφού ένα μέρος του εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί την πολιτική της φτηνής κιλοβατώρας. Όμως αυτό το κόστος πληρώθηκε και αφαιρέθηκε από το «Ταμείο της Φύσης και της Υγείας» της περιοχής, χωρίς να υπάρξει καμία τοπική αντίδραση. Είναι διαχρονικό λάθος της Τοπικής αυτοδιοίκησης που δεν έβαλε ποτέ θέμα εξωτερικού κόστους του λιγνίτη και δεν διεκδίκησε από την Πολιτεία και τη ΔΕΗ την απόδοση ενός μέρους του, ώστε να συμψηφιστεί –έστω μερικώς – η ζημιά 60 ετών.
Ακολουθούν μερικοί συγκριτικοί πίνακες που βασίζονται σε στοιχεία ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων και βοηθούν στην κατανόηση του θέματος. [Υπενθυμίζεται ότι το σημερινό κόστος της λιγνιτικής κιλοβατώρας, με βάση στοιχεία της ΔΕΗ, είναι περίπου 5 c€/kWh (χωρίς φυσικά να συμπεριλαμβάνεται το εξωτερικό κόστος)]
Εξωτερικό κόστος (c€/kWh)
ΑΝΘΡΑΚΑΣ | Ελλάδα (λιγνίτης) | ~ 4,6 | αισιόδοξο σενάριο, ΕΜΠ |
Ελλάδα (λιγνίτης) | ~ 25,5 | απαισιόδοξο σενάριο, ΕΜΠ | |
Ελλάδα (λιγνίτης) | 5 – 8 | EXTERNE, EE & USA 2001 | |
Τσεχία | ~ 5,8 | Charles University, Prague | |
Ουγγαρία | ~ 13,5 | Charles University, Prague | |
ΦΥΣ. ΑΕΡΙΟ | 1,3 | ||
Αιολικά | ~ 0,24 | ||
Φ / βολταϊκά | ~ 0,14 |
Σύγκριση πραγματικού κόστους λιγνιτικής και αιολικής κιλοβατώρας
Λιγνιτική κιλοβατώρα | ~ 10 c€ / kWh
(με βάση το πιο ευνοϊκό σενάριο για το λιγνίτη) |
Αιολική κιλοβατώρα | ~ 7,5 c€ / kWh |
Αν λοιπόν γινόταν σωστή κοστολόγηση τότε η λιγνιτική κιλοβατώρα θα είχε τιμή 9,6 c€/kWh, διπλάσια (τουλάχιστον) από τη σημερινή συμβατική τιμή (5 c€/kWh) και θα ήταν ακριβότερη κατά 30-40% από την αιολική κιλοβατώρα (7,5 c€/ kWh)
Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς το συνολικό ποσό που «υπεξαιρέθηκε» λόγω του εξωτερικού κόστους την τελευταία εικοσαετία (1990 -2010) είναι της τάξης των 30 δις € (με βάση την πιο συντηρητική εκτίμηση για το εξωτερικό κόστος, 5 c€/kWh). [2]. Αν υποθέσουμε ότι ένα ποσό 80% αντιπροσωπεύει κλιματικές καταστροφές (που αφορούν άλλα …. θύματα και ένα μέρος του πληρώνεται μέσω των δικαιωμάτων CO2), τότε οι λιγνιτκες περιοχές της χώρας έχουν να λαβαίνουν ένα ποσό της τάξης των 6 δις € μόνο για την τελευταία εικοσαετία ! ( > 5 δις για ΛΚΔΜ)
Πρόκειται για τεράστιο κονδύλι, το οποίο χρωστά στον τόπο μας η Πολιτεία και η ΔΕΗ. Επειδή η αναδρομική διεκδίκηση του (ειδικά την περίοδο αυτή), θα έχει την τύχη των … γερμανικών αποζημιώσεων, χρειάζεται μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση Σε πρώτη φάση πρέπει να απαιτηθεί από τη ΔΕΗ η χρηματοδότηση μελέτης υπολογισμού του εξωτ. κόστους. (Για να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα της μελέτης προτείνονται οι εξήςδικλείδες ασφαλείας: α) Ερευνητική ομάδα κοινής αποδοχής με διεθνή αναγνώριση β) Λεπτομερής καθορισμός τεχνικών προδιαγραφών μελέτης γ) Συμφωνία των ενδιαφερόμενων μερών (Περιφέρεια – Αυτοδιοίκηση – ΔΕΗ – Πολιτεία) ότι θα αποδεχτούν τα αποτελέσματα της μελέτης).
Με βάση το ποσό της «οφειλής» που έχει να λαβαίνει η περιοχή μας, θα ρυθμιστεί η διαδικασία της σταδιακής επαναπόδοσης. Προφανώς το ποσό αυτό πρέπει επίσης να χρησιμοποιηθεί για έργα ανάταξης του φυσικού κεφαλαίου και για επενδύσεις της μεταλιγνιτικής περιόδου.
Τέλος απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων ή «τέλος μείωσης λιγνίτης ισχύος». Είναι μια πρόσθετη ενίσχυση προς τους ενεργειακούς ΟΤΑ ή άλλους σχετικούς φορείς. Προτείνουμε να καταβάλλεται εφάπαξ από το κράτος για κάθε λιγνιτική μονάδα που κλείνει και να είναι ανάλογο με την ισχύ της. Πρόκειται ουσιαστικά για μια «αντιπαροχή» που παρέχεται για κοινωνικούς λόγους, δεδομένου ότι κάθε απόσυρση μονάδας συνοδεύεται από μια σημαντική απώλεια θέσεων εργασίας.
Πιο αναλυτικά το «τέλος απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων» έχει την έννοια μιας αποζημίωσης σε μια περιοχή που λόγω στροφής στο κάρβουνο είχε απώλεια παράλληλων δραστηριοτήτων σε άλλους τομείς (π.χ τουρισμό ή γεωργία), και παράλληλη απώλεια τεχνογνωσίας σε αυτούς τους τομείς. Επίσης αποξενώθηκε / αποκόπηκε από τις σχετικές αγορές των γεωργικών προϊόντων ή των τουριστών κλπ. Διαμόρφωσε ένα εργατικό δυναμικό μονόπλευρα προσανατολισμένο στην εξόρυξη – παραγωγή ενέργειας και τώρα καλείται να επαναδιατάξει το ανθρώπινο δυναμικό της και να επανασυνδεθεί με νέους τομείς οικονομικής δραστηριότητας στους οποίους έχει μείνει πίσω, λόγω του λιγνιτικού προσανατολισμού της.
Η μεταλιγνιτική περίοδος ήδη έχει χτυπήσει την πόρτα του άξονα Κοζάνης- Πτολεμαΐδας – Φλώρινας, αλλά ως περιοχή αργήσαμε πολύ να το καταλάβουμε. Δεν διδαχτήκαμε τίποτα από ευρωπαϊκές περιοχές με ανάλογα προβλήματα (Ρουρ, Λουσατία κλπ) που κατάφεραν να αλλάξουν τη μοίρα τους, να μετατρέψουν τον τόπο τους από τεράστιο ανθρακωρυχείο στο μεγαλύτερο «εργοστάσιο» ανάπλασης τοπίου και να δημιουργήσουν δεκάδες χιλιάδες πράσινων θέσεων εργασίας.
Κανείς δεν υποστηρίζει να κλείσουν όλα τα ορυχεία σε μερικά χρόνια. Ο λιγνίτης θα παραμείνει αναγκαστικά στο ενεργειακό μίγμα καυσίμου για 30 χρόνια, αλλά με αρκετά μικρότερη αναλογία και ψηλότερες αποδόσεις. Το κενό θα καλύψουν οι ΑΠΕ. Συνεπώς το χρώμα της μεταλιγνιτικης περιόδου πρέπει να είναι ΠΡΑΣΙΝΟ. Να παραμείνουμε ενεργειακός νομός, αλλά σε άλλη κατεύθυνση. Να πρωταγωνιστήσουμε στον τομέα κατασκευής πράσινου ενεργειακού εξοπλισμού (πάνελς, εξαρτήματα ανεμογεννητριών, ηλιοθερμικών κλπ). Ο τομέας αυτός μπορεί να δώσει 3000 περίπου θέσεις εργασίας στον άξονα Κοζάνης – Πτολεμαίδας – Φλώρινας. Ανάλογες θέσεις μπορούν να δημιουργηθούν στην εξοικονόμηση ενέργειας, την ανακύκλωση και την πράσινη διαχείριση των απορριμμάτων, στη διαχείριση φυσικών πόρων κλπ. Δεν πρόκειται για ουτοπία. Οι Γερμανοί δημιούργησαν 220.000 πράσινες θέσεις κυρίως στην πληττόμενες περιοχές των ορυχείων τους.
Τα παραπάνω εργαλεία χρηματοδότησης της μεταλιγνιτικής εποχής πρέπει να τα διεκδικήσουμε από κοινού. Περιφερειακή και Τοπική αυτοδιοίκηση, Βουλευτές, τοπικοί φορείς, εργαζόμενοι της ΔΕΗ πρέπει να συμπήξουν ένα αρραγές μέτωπο. Ανεξάρτητα από ευθύνες, διαφωνίες, πικρίες πρέπει να καθίσουμε σε ένα τραπέζι και να δώσουμε ξανά ελπίδα και όραμα στον τόπο. Αναγνωρίζουμε ότι είναι αργά και έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο, αναγνωρίζουμε ότι η οικονομική συγκυρία είναι σχεδόν απαγορευτική για τέτοια όνειρα, όμωςάλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Η ΔΕΗ αργά ή γρήγορα θα τα μαζέψει και θα φύγει. Εάν δεν διεκδικήσουμε ό,τι μας χρωστούν, ώστε να ξαναφτιάξουμε τον τόπο μας η έξοδος από το «τούνελ» θα είναι αδύνατη. Η ΔΕΗ θα έχει καταφέρει να αποδράσει, παίρνοντας οριστικό διαζύγιο, χωρίς μάλιστα να καταβάλει καμιά .. διατροφή !
[1] Σύμφωνα με το Ν.3851/2010 για τις ΑΠΕ, από τα προ ΦΠΑ έσοδα από την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ το 1,7% πάει στους οικείους ΟΤΑ, το 1% πιστώνεται στους λογαριασμούς των οικιακών καταναλωτών και 0,3% πάει στο ΕΤΕΡΠΣ (Πράσινο Ταμείο)
[2] Την 7ετία 2004-2010 η συνολική ηλεκτροπαραγωγή από καύση λιγνίτη ανήλθε στις 212,7 TWh. Θεωρώντας εξωτερικό κόστος 5c/KWh ,δηλ 50 εκατ. ευρώ/TWh, το εξωτερικό κόστος από την καύση λιγνίτη μόνο για την περασμένη 7ετία ανέρχεται στα 10,6 δις ευρώ
Την εικοσαετία 1990 – 2010 η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή ήταν περίπου 600 TWh και άρα το αντίστοιχο εξωτερικό κόστος γύρω στα 30 δις ευρώ (Προσοχή, συμπεριλαμβάνεται και η Μεγαλόπολη)
Γράφημα ΥΠΕΚΑ 1990 – 2007 εδώ: http://ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=9A0yw6ig%2fQY%3d&tabid=277
Πιθανόν και εδώ: http://195.251.42.2/cgi-bin/nisehist.sh
Χονδροειδώς το 50% του εξωτερικού κόστους έχει να κάνει με την αλλαγή του κλίματος. Η τεκμηρίωση εδώ.
Μπορούμε όμως να το δούμε και ως εξής:
Συντηρητική εκτίμηση ζημιάς λόγω κλιματικής αλλαγής: είναι το κόστος CO2 / τόνο =~30 ευρώ. Με 1,3t CO2/MWh για λιγνίτη => 40ευρώ/MWh = 4c/kWh , δηλ. 80 % του συνολικού που είναι 5c/kWh
Για αρχείο-μελέτη χρήσιμα είναι και τα παρακάτω links
http://www.eea.europa.eu/data-and-maps/indicators/en35-external-costs-of-electricity-production-1
http://www.sourcewatch.org/index.php?title=External_costs_of_coal
http://www.cedelft.eu/?go=home.downloadPub&id=878&file=08_7766_63.pdf&PHPSESSID=57ee2a7efd331f2c3dc7f9c0b483310b